Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
actually /ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά; USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως

GT GD C H L M O
add /æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω; USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
against /əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία; USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
alva = USER: Alva, Alva ο, Άλβα,

GT GD C H L M O
am /æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.

GT GD C H L M O
american /əˈmer.ɪ.kən/ = NOUN: Αμερικανός; ADJECTIVE: αμερικάνικος; USER: Αμερικανός, Αμερικανική, american, αμερικάνικες, αμερικάνικο

GT GD C H L M O
amount /əˈmaʊnt/ = NOUN: ποσό; VERB: ανέρχομαι, συμποσούμαι; USER: ποσό, ποσότητα, ποσού, ύψος, ποσό που, ποσό που

GT GD C H L M O
amounted /əˈmaʊnt/ = VERB: ανέρχομαι, συμποσούμαι; USER: ανήλθε, ανήλθαν, ανέρχονταν, ανερχόταν, διαμορφώθηκαν

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
aplomb /əˈplɒm/ = NOUN: ψυχραιμία, απάθεια, αταραξία; USER: ψυχραιμία, απάθεια, αταραξία, αυτοκυριαρχία, αυτοπεποίθηση,

GT GD C H L M O
application /ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση; USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
asked /ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς; USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από

GT GD C H L M O
assigned /əˈsaɪn/ = VERB: αναθέτω, εκχωρώ, απονέμω, προσδιορίζω; USER: ανατεθεί, εκχωρηθεί, ανατίθενται, αποδίδεται, έχουν ανατεθεί

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
available /əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος; USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη

GT GD C H L M O
away /əˈweɪ/ = ADVERB: μακριά; NOUN: απών; USER: μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, σέντρα, περάσει, περάσει

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
backup /ˈbæk.ʌp/ = ADJECTIVE: εφεδρικός; USER: αντιγράφων ασφαλείας, δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας, δημιουργήσετε αντίγραφα ασφαλείας, στήριγμα, αντίγραφα ασφαλείας

GT GD C H L M O
balloon /bəˈluːn/ = NOUN: μπαλόνι, αερόστατο; USER: μπαλόνι, αερόστατο, μπαλονιού, μπαλόνια, μπαλονιών

GT GD C H L M O
bar /bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο; VERB: κωλύω, αποθαρρύνω; USER: μπαρ, ράβδος, μπάρα, Bar, γραμμή

GT GD C H L M O
barcode /bæpˈtaɪz/ = USER: barcode, γραμμικού κώδικα, γραμμωτού κώδικα, γραμμικό κώδικα, γραμμωτών κωδίκων

GT GD C H L M O
based /-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
because /bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι; USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
bin /bɪn/ = NOUN: αποθήκη, μεγάλο δοχείο, κελάρι; VERB: αποθηκεύω; USER: bin, Μπιν, κάδο, δοχείο, κάδος

GT GD C H L M O
bit /bɪt/ = NOUN: κομμάτι, τρυπάνι, μικρό τεμάχιο, ψίχουλο, αιχμή εργαλείου, δυάδικο ψηφίο; VERB: χαλιναγωγώ; USER: κομμάτι, bit, λίγο, κάπως, μπιτ

GT GD C H L M O
book /bʊk/ = NOUN: βιβλίο; VERB: εγγράφω; USER: βιβλίο, Κάντε κράτηση, βιβλίου, το βιβλίο, κλείσετε, κλείσετε

GT GD C H L M O
booked /bʊk/ = VERB: εγγράφω; USER: κράτηση, κάνει κράτηση, κλείσει, έγινε, κρατηθεί

GT GD C H L M O
booking /ˈbʊk.ɪŋ/ = NOUN: εγγραφή; USER: κρατήσεις, κράτησης, κράτηση, συχνές, κρατήσεις για

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
brand /brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός; VERB: στιγματίζω; USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand

GT GD C H L M O
briefly /ˈbriːf.li/ = ADVERB: εν ολίγοις; USER: συντομία, εν συντομία, συνοπτικά, σύντομα, λίγο

GT GD C H L M O
bring /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει

GT GD C H L M O
browser /ˈbraʊ.zər/ = USER: περιήγησης, πρόγραμμα περιήγησης, φυλλομετρητή, προγράμματος περιήγησης, περιηγητή

GT GD C H L M O
business /ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση; USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
button /ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο; VERB: κουμπώνω; USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
call /kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη; VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
carry /ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ; USER: φέρουν, να, μεταφέρουν, μεταφέρει, φέρει

GT GD C H L M O
carton /ˈkɑː.tən/ = NOUN: χαρτοκιβώτιο, χαρτόκουτο, λεπτό χαρτόνι; USER: χαρτοκιβώτιο, χαρτόκουτο, κουτί, χάρτινα κουτιά, χαρτόνι

GT GD C H L M O
case /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση

GT GD C H L M O
cetera /ɪt ˈset.ər.ə/ = USER: λοιπά, τα λοιπά, cetera, κ.λπ,

GT GD C H L M O
change /tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή; VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω; USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν

GT GD C H L M O
click /klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος; VERB: ταιριάζω, κροτώ; USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί

GT GD C H L M O
cloud /klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη; VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω; USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών

GT GD C H L M O
code /kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα; VERB: κρυπτογραφώ; USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού

GT GD C H L M O
complete /kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός; VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω; USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
computers /kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής; USER: υπολογιστές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, υπολογιστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικοί υπολογιστές

GT GD C H L M O
container /kənˈteɪ.nər/ = NOUN: δοχείο, κιβώτιο; USER: δοχείο, κιβώτιο, περιέκτη, δοχείου, εμπορευματοκιβωτίων

GT GD C H L M O
could /kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε

GT GD C H L M O
counts /kaʊnt/ = NOUN: αρίθμηση, μέτρημα, κόμης, λογαριασμός, κεφάλαιο κατηγορίας; VERB: υπολογίζω, μετρώ, λογαριάζω, θεωρώ, αριθμώ; USER: Η, μετράει, Η γνώμη, γνώμη

GT GD C H L M O
couple /ˈkʌp.l̩/ = NOUN: ζευγάρι, ζεύγος, κάνα-δύο; VERB: ζευγαρώνω, ζευγνύω, κομπλάρω, ενώνω; USER: ζευγάρι, ζεύγος, ηλικίας, ώριμης ηλικίας, δύο

GT GD C H L M O
create /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει

GT GD C H L M O
created /kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω; USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε

GT GD C H L M O
currently /ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή; USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος

GT GD C H L M O
cycle /ˈsaɪ.kl̩/ = NOUN: κύκλος, ποδήλατο, περίοδος, μοτοσυκλέτα; VERB: ποδηλατώ, κάνω ποδήλατο; USER: κύκλος, κύκλου, κύκλο, του κύκλου, τον κύκλο

GT GD C H L M O
cyclone /ˈsaɪ.kləʊn/ = NOUN: κυκλώνας, κυκλών, ανεμοστρόβιλος; USER: κυκλώνας, κυκλώνα, κυκλώνος, κυκλώνες, κυκλωνικού

GT GD C H L M O
date /deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα; VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού; USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που

GT GD C H L M O
default /dɪˈfɒlt/ = NOUN: αθέτηση, παράλειψη, αμέλεια, απουσία, παράβαση συμβολαίου, φυγοδικία; VERB: αθετώ, ερημοδικώ; USER: αθέτηση, προεπιλογή, προεπιλεγμένη, προεπιλεγμένο, προεπιλεγμένες

GT GD C H L M O
delivered /dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω; USER: διατυπώθηκε, παραδίδονται, παραδοθεί, παραδίδεται, παραδόθηκαν

GT GD C H L M O
demonstrate /ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη; USER: αποδεικνύουν, αποδείξει, καταδεικνύουν, να αποδείξει, αποδείξουν

GT GD C H L M O
demonstrates /ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη; USER: καταδεικνύει, αποδεικνύει, δείχνει, επιδεικνύει, παρουσιάζει

GT GD C H L M O
demonstration /ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο; USER: επίδειξη, διαδήλωση, επίδειξης, της επίδειξης, την επίδειξη

GT GD C H L M O
device /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης

GT GD C H L M O
devices /dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι; USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων

GT GD C H L M O
different /ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος; USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων

GT GD C H L M O
directed /diˈrekt,dī-/ = VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω; USER: κατευθύνεται, σκηνοθεσία, κατευθύνονται, κατευθυνόμενη, απευθύνονται

GT GD C H L M O
dispatch /dɪˈspætʃ/ = VERB: αποστέλλω, επισπεύδω, φονεύω; NOUN: επιστολή, άγγελμα, μήνυμα; USER: αποστολή, αποστολής, την αποστολή, αποστέλλει, αποστέλλουν

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
document /ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο; VERB: τεκμηριώνω; USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
doesn /ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
done /dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος; USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
double /ˈdʌb.l̩/ = NOUN: διπλό, δυάδα, σωσίας; ADJECTIVE: διπλός, διπλάσιος; VERB: διπλασιάζω, διπλώνω; USER: διπλό, διπλασιαστεί, διπλασιάσει, διπλάσιο, διπλή

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
drill /drɪl/ = NOUN: τρυπάνι, δράπανο, άσκηση, αυλάκι για σπορά, χοντρό ύφασμα; VERB: γυμνάζω, γυμνάζομαι, ασκώ, τρυπώ, τρυπανίζω; USER: τρυπάνι, διάνοιξη, ανοίξτε, τρυπήστε, τρυπήσετε

GT GD C H L M O
due /djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος; USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
each /iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας; USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα

GT GD C H L M O
either /ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε; PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος; USER: είτε, ούτε, είτε να

GT GD C H L M O
electronically /ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = USER: ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικά μέσα, με ηλεκτρονικά μέσα, ηλεκτρονικώς, ηλεκτρονική

GT GD C H L M O
end /end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε; VERB: τελειώνω, περατώνω; USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enter /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε

GT GD C H L M O
erp = USER: erp, ΕΑΙ

GT GD C H L M O
et /etˈæl/ = USER: et, ΕΤ, κ.ά.

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
every /ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος; USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά

GT GD C H L M O
everything /ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί; USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό

GT GD C H L M O
excel /ɪkˈsel/ = VERB: προέχω, υπερτερώ; USER: excel, υπερέχουν, Το Excel, υπερέχει, του Excel

GT GD C H L M O
expected /ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ; USER: αναμένεται, αναμένονται, αναμενόμενο, αναμενόμενη, αναμενόταν, αναμενόταν

GT GD C H L M O
expecting /ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ; USER: περιμένουμε, αναμένει, περιμένει, αναμένουν, περιμένοντας

GT GD C H L M O
family /ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι; USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά

GT GD C H L M O
filter /ˈfɪl.tər/ = NOUN: φίλτρο, διηθητικό κύκλωμα, διυλιστήριο; VERB: φιλτράρω, λαμπικάρω, διηθώ, διυλίζω; USER: φίλτρο, φιλτράρισμα, φιλτράρετε, φιλτράρουν, φιλτράρει

GT GD C H L M O
filtered /ˈfɪl.tər/ = VERB: φιλτράρω, λαμπικάρω, διηθώ, διυλίζω; USER: διηθείται, φιλτράρεται, φιλτράρονται, φιλτραρισμένο, διήθηση

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
finish /ˈfɪn.ɪʃ/ = NOUN: φινίρισμα, τέλος, επεξεργασία; VERB: τελειώνω, τελειοποιώ, περατώ; USER: φινίρισμα, τέλος, τελειώνω, τελειώσει, ολοκληρώσετε

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
flanked /flæŋk/ = VERB: συνορεύω, υπερφαλαγγίζω; USER: πλαισιώνεται, που πλαισιώνεται, πλαισιωμένη, περιστοιχίζεται, πλαισιώνονται

GT GD C H L M O
flexible /ˈflek.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ευέλικτος, εύκαμπτος; USER: ευέλικτος, εύκαμπτος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευέλικτες

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forget /fəˈɡet/ = VERB: zapomenout zapomenout

GT GD C H L M O
found /faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω; USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε

GT GD C H L M O
fresh /freʃ/ = ADJECTIVE: φρέσκο, φρέσκος, νωπός, νέος, δροσερός, αναιδής; USER: φρέσκο, φρέσκος, φρέσκα, νωπά, νωπών

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
fulfillment /fo͝olˈfilmənt/ = NOUN: εκπλήρωση; USER: εκπλήρωση, τήρηση, εκπλήρωσης, την εκπλήρωση, εκτέλεση

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
gonna /ˈɡə.nə/ = USER: θα κρατήσει

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
goods /ɡʊd/ = NOUN: εμπορεύματα; USER: εμπορεύματα, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα, αγαθά

GT GD C H L M O
got /ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν

GT GD C H L M O
green /ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής; NOUN: πρασινάδα; USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου

GT GD C H L M O
h /eɪtʃ/ = USER: h, Η, ω, ώρες, ώρα

GT GD C H L M O
hand /hænd/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου; VERB: θίγω, εγχειρίζω; USER: χέρι, πλευρά, το χέρι, χεριού, χεριών

GT GD C H L M O
handheld /ˌhændˈheld/ = USER: χειρός, φορητή, φορητό, handheld, φορητές

GT GD C H L M O
happy /ˈhæp.i/ = ADJECTIVE: ευτυχής, ευτυχισμένος; USER: ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο, ευτυχισμένο

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
haven /ˈheɪ.vən/ = NOUN: επίνειο, λιμήν, όρμος; USER: επίνειο, Haven, καταφύγιο, Χέιβεν, παράδεισος

GT GD C H L M O
held /held/ = VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: που πραγματοποιήθηκε, πραγματοποιήθηκε, έκρινε, πραγματοποιηθεί, κατέχει

GT GD C H L M O
hello /helˈəʊ/ = NOUN: χαιρετισμός, χερετισμός; VERB: χαιρετώ; USER: γεια σας, γειά σου, Χαίρετε, γεια, Hello

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
highest /hī/ = ADJECTIVE: ύψιστος; USER: υψηλότερη, υψηλότερο, υψηλότερα, υψηλότερες, μεγαλύτερη, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
him /hɪm/ = PRONOUN: αυτόν; USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ

GT GD C H L M O
hosted /həʊst/ = USER: φιλοξενείται, φιλοξένησε, που φιλοξενείται, φιλοξενηθεί, φιλοξενούνται

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
icon /ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών; USER: icon, εικονίδιο, εικόνα, εικονίδιο του, το εικονίδιο

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
illustrate /ˈɪl.ə.streɪt/ = VERB: διευκρινίζω, εικονογραφώ, επεξηγώ; USER: απεικονίζουν, επεξηγούν, περιγράφουν, δείχνουν, παρουσιάζουν

GT GD C H L M O
importantly /ɪmˈpɔː.tənt/ = USER: σημαντικό, σημαντικότερο, κυρίως, κυριότερο, σημαντικό είναι

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
including /ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου; USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των

GT GD C H L M O
individual /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός; USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική

GT GD C H L M O
individuals /ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο; USER: άτομα, ιδιώτες, τα άτομα, πρόσωπα, ατόμων

GT GD C H L M O
information /ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση; USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία

GT GD C H L M O
inmate /ˈɪn.meɪt/ = NOUN: έγκλειστος, τρόφιμος ιδρύματος ένοικος; USER: έγκλειστος, τρόφιμος, κρατούμενο, κρατούμενος, inmate

GT GD C H L M O
inside /ɪnˈsaɪd/ = ADVERB: μέσα, εντός, απομέσα; ADJECTIVE: εσωτερικός; USER: μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε

GT GD C H L M O
inspector /ɪnˈspek.tər/ = NOUN: επιθεωρητής; USER: επιθεωρητής, επιθεωρητή, ελεγκτής, ελεγκτή, επιθεώρησης

GT GD C H L M O
instance /ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη; USER: παράδειγμα, π.χ., περίπτωση, χάριν

GT GD C H L M O
instances /ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη; USER: περιπτώσεις, παρουσίες, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις

GT GD C H L M O
integrated /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος; USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν

GT GD C H L M O
integration /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση; USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης

GT GD C H L M O
internet /ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο; USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
islamic /ˈɪz.lɑːm/ = USER: islamic, ισλαμική, ισλαμικό, Ισλαμικής, ισλαμικές

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
job /dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ; VERB: διαπραγματεύομαι αξίες; ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος; USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
keep /kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί; VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε

GT GD C H L M O
keeps /kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί; VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: κρατά, διατηρεί, κρατάει, συνεχίζει, τηρεί

GT GD C H L M O
kids /kɪd/ = NOUN: μικρόκοσμος; USER: παιδιά, τα παιδιά, kids, για παιδιά, Παιδικά

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
labeled /ˈleɪ.bəl/ = USER: επισημαίνονται, χαρακτηρισμένα, επισημανθεί, ετικέτα, επισήμανση

GT GD C H L M O
labels /ˈleɪ.bəl/ = NOUN: επιγραφή, μάρκα, επίγραμμα, τικέτα; VERB: επιγράφω, σημειώ, σημειώνω; USER: ετικέτες, ετικετών, οι ετικέτες, τις ετικέτες, σήματα

GT GD C H L M O
large /lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο; ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς; USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα

GT GD C H L M O
lay /leɪ/ = ADJECTIVE: λαϊκός, κοσμικός; VERB: θέτω, γεννώ, τοποθετώ, καθιστώ; NOUN: άσμα, μπαλάντα; USER: να ορίσει, θέσει, τεθούν, ορίσει, να θέσει

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
limited /ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος; USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα

GT GD C H L M O
line /laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος; VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές; USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line

GT GD C H L M O
lines /laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος; VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές; USER: γραμμές, γραμμών, τις γραμμές, σειρές, γραμμές του

GT GD C H L M O
list /lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση; VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας

GT GD C H L M O
location /ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση; USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών

GT GD C H L M O
lock /lɒk/ = NOUN: κλειδαριά, υδροφράκτης, υδροφράχτης; VERB: κλειδώνω; USER: κλειδαριά, κλειδώνω, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλείδωμα

GT GD C H L M O
locks /lɒk/ = NOUN: κλειδαριά, υδροφράκτης, υδροφράχτης; VERB: κλειδώνω; USER: κλειδαριές, κλειδαριών, κλειδώνει, κλειδαριές στις, κλειδώματα

GT GD C H L M O
log /lɒɡ/ = NOUN: κούτσουρο, κορμός ξύλου, δρομόμετρο πλοίου, ημερολόγιο πλοίου; VERB: καταγράφω, κόπτω δέντρα; USER: συνδεθείτε, log, συνδεθούν, συνδέεστε, σύνδεση

GT GD C H L M O
logged /lɒɡ/ = VERB: καταγράφω, κόπτω δέντρα; USER: συνδεδεμένος, συνδεθεί, συνδεδεμένοι, καταγράφεται, καταγράφονται

GT GD C H L M O
login /ˈlɒɡ.ɪn/ = NOUN: σύνδεση; USER: σύνδεση, συνδεθείτε, Είσοδος, login, συνδεθείτε για

GT GD C H L M O
logs /lɒɡ/ = NOUN: κούτσουρο, κορμός ξύλου, δρομόμετρο πλοίου, ημερολόγιο πλοίου; USER: κούτσουρα, κορμών, logs, κορμούς, κορμοί

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
loss /lɒs/ = NOUN: απώλεια, ζημιά, χάσιμο, πτώση, χαμός, χασούρα; USER: απώλεια, ζημιά, απώλειας, ζημία, την απώλεια

GT GD C H L M O
lot /lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ; USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή

GT GD C H L M O
love /lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως; VERB: αγαπώ, έρωμαι; USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε

GT GD C H L M O
m /əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
main /meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων; NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα; USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες

GT GD C H L M O
management /ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο; USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
maybe /ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς; USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
mean /miːn/ = ADJECTIVE: μέσος, ποταπός, πρόστυχος, αφιλότιμος, μέζερος, μικροπρεπής, ευτελής; NOUN: μέσο, τρόπος; VERB: εννοώ, σημαίνω, σκοπεύω; USER: μέσος, εννοώ, μέσο, σημαίνει, σημαίνουν

GT GD C H L M O
measure /ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά; VERB: μετρώ, καταμετρώ; USER: μέτρο, μέτρα, μέτρηση, τη μέτρηση, μετρηθεί

GT GD C H L M O
mentioned /ˈmenCHən/ = VERB: αναφέρω, μνημονεύω; USER: αναφέρονται, αναφέρεται, που αναφέρονται, αναφέρθηκε, ανέφερε

GT GD C H L M O
menu /ˈmen.juː/ = NOUN: μενού, κατάλογος, κατάλογος επιλογής, κατάλογος φαγητών; USER: μενού, το μενού, menu, μενού του, του μενού, του μενού

GT GD C H L M O
mess /mes/ = NOUN: χάος, ακαταστασία, συσσίτιο, αταξία, κυκεώνας, φαγητό, αίθουσα αξιωματικών πλοίου; VERB: συντρώγω; USER: χάος, ακαταστασία, χάλια, χάλι, το χάος

GT GD C H L M O
might /maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης; USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
most /məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον; ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος; NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα; USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι

GT GD C H L M O
movement /ˈmuːv.mənt/ = NOUN: κίνηση, κίνημα, μετακίνηση, κίνηση λογαριασμού; USER: κίνημα, κίνηση, μετακίνηση, κυκλοφορία, κυκλοφορίας

GT GD C H L M O
multiple /ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος; NOUN: πολλαπλάσιο; USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
nearby /ˌnɪəˈbaɪ/ = ADVERB: πλησίον; ADJECTIVE: γειτονικός; USER: πλησίον, κοντά, κοντινές, κοντινά, γύρω από το ξενοδοχείο

GT GD C H L M O
need /niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία; VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη; USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε

GT GD C H L M O
net /net/ = ADVERB: καθαρά; NOUN: δίχτυ, δίκτυο, απόχη, νέτος; ADJECTIVE: καθαρός, χωρίς έκπτωση, εκκαθαρισμένος; VERB: αλιεύω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ρίχνω δίχτυ, έχω καθαρό κέρδος, κάνω δίκτυο, ψαρεύω; USER: καθαρά, δίχτυ, καθαρός, δίκτυο, καθαρό

GT GD C H L M O
nets /net/ = NOUN: δίχτυ, δίκτυο, απόχη, νέτος; VERB: αλιεύω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ρίχνω δίχτυ, έχω καθαρό κέρδος, κάνω δίκτυο, ψαρεύω; USER: δίχτυα, διχτυών, τα δίχτυα, δίκτυα, δικτύων

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
next /nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος; PREPOSITION: έπειτα; USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
normally /ˈnɔː.mə.li/ = ADVERB: κανονικά, ομαλά; USER: κανονικά, συνήθως, κανόνα, κατά κανόνα, φυσιολογικά

GT GD C H L M O
notices /ˈnəʊ.tɪs/ = NOUN: ανακοίνωση, ειδοποίηση, προσοχή, είδηση, αναγγελία, παραγγελία, κριτικό σημείωμα; VERB: παρατηρώ, προσέχω; USER: προκηρύξεις, ανακοινώσεις, ανακοινώσεων, προκηρύξεων, Notices

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
number /ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο; USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
okay /ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά; VERB: εγκρίνω; USER: καλά, εντάξει, okay, πειράζει, εντάξει για

GT GD C H L M O
old /əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός; NOUN: γέρος, γριά; USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
options /ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας; USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
order /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου

GT GD C H L M O
ordered /ˈɔː.dəd/ = VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: διέταξε, ταξινομούνται, εντολή, καταδικαστεί, καταδικάζεται

GT GD C H L M O
orders /ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας; VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω; USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
outer /ˈaʊ.tər/ = ADJECTIVE: εξωτερικός, εξώτερος; USER: εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικού, εξωτερικής

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
pack /pæk/ = NOUN: πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάδα, ομάς, αγέλη; VERB: πακετάρω, συσκευάζω, στριμώχνω; USER: πακέτο, συσκευασία, το πακέτο, συσκευάσει, συσκευάσουν

GT GD C H L M O
pages /peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης; VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος; USER: σελίδες, σελίδων, pages, τις σελίδες, σελίδες που

GT GD C H L M O
palette /ˈpæl.ət/ = NOUN: παλέτα, παλτό, χρωματοπινάκιο; USER: παλέτα, Μετονομάστε τις

GT GD C H L M O
paper /ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτί, έγγραφο, εφημερίδα, χάρτης, βίβλος; ADJECTIVE: χάρτινος; VERB: καλύπτω με χάρτη; USER: χαρτί, έγγραφο, χαρτιού, το χαρτί, εγγράφου

GT GD C H L M O
parallel /ˈpær.ə.lel/ = NOUN: παράλληλο; ADJECTIVE: παράλληλος; VERB: παραλληλίζομαι, παραλληλίζω; USER: παράλληλες, παράλληλο, παράλληλα, παράλληλου, παράλληλη

GT GD C H L M O
part /pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος; VERB: χωρίζω, χωρίζομαι; USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο

GT GD C H L M O
partially /ˈpɑː.ʃəl.i/ = USER: μερικώς, μέρει, εν μέρει, μερική

GT GD C H L M O
particular /pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος; NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα; USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το

GT GD C H L M O
password /ˈpɑːs.wɜːd/ = NOUN: σύνθημα, παρασύνθημα, κώδικας πρόσβασης; USER: κωδικού πρόσβασης, κωδικού, τον κωδικό, κωδικό, κωδικός

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
performance /pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση; USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση

GT GD C H L M O
person /ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο; USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα

GT GD C H L M O
picking /pik/ = NOUN: συλλογή; USER: συλλογή, πάρει, picking, να πάρει, επιλέγοντας

GT GD C H L M O
pics /pik/ = USER: pics, φωτογραφίες, εικόνες, τις φωτογραφίες,

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
point /pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο; USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου

GT GD C H L M O
preferably /ˈpref.ər.ə.bli/ = ADVERB: κατά προτίμηση, κατά προτίμησιν; USER: κατά προτίμηση, κατά προτίμησιν, προτίμηση, προτιμότερα

GT GD C H L M O
premise /ˈprem.ɪs/ = NOUN: προϋπόθεση, υπόθεση, πρόταση, πρόλογος; VERB: προβάλλω ως υπόθεση, προβάλλω ως εξήγηση, προϋποθέτω; USER: προϋπόθεση, υπόθεση, παραδοχή, αρχή, σκεπτικό

GT GD C H L M O
press /pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας; VERB: πιέζω, επιστρατεύω βίαια, πρεσάρω, σιδερώνω, ζορίζω, στριμώχνω, σιδηρώνω; USER: πίεση, πατήστε, πιέστε, πιέστε το πλήκτρο, πατήσετε

GT GD C H L M O
print /prɪnt/ = VERB: τυπώνω, εκτυπώ, αποτυπώ, αποτυπώνω; NOUN: στάμπα, αποτύπωμα, κόπια, τύπος; USER: εκτύπωση, εκτυπώσετε, εκτυπώστε, εκτύπωσης, εκτυπώσει

GT GD C H L M O
process /ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση; VERB: κατεργάζομαι; USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία

GT GD C H L M O
processed /ˈprəʊ.sest/ = VERB: κατεργάζομαι; USER: επεξεργασία, μεταποιημένα, μεταποιημένων, μεταποίηση, επεξεργασμένα

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
products /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
pull /pʊl/ = NOUN: έλξη, μέσο επιρροής; VERB: τραβώ, αποσπώ, μυξοκλαίω, σύρω, έλκω; USER: έλξη, τραβήξτε, τραβήξει, τραβάτε, pull

GT GD C H L M O
pulls /pʊl/ = USER: τραβά, τραβάει, έλκει, βγάζει, ρίξει

GT GD C H L M O
purchase /ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο; VERB: αγοράζω, ψωνίζω; USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά

GT GD C H L M O
put /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί

GT GD C H L M O
putting /ˌɒfˈpʊt.ɪŋ/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: βάζοντας, θέτοντας, θέση, τοποθέτηση, τη θέση, τη θέση

GT GD C H L M O
quality /ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή; USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των

GT GD C H L M O
quantity /ˈkwɒn.tɪ.ti/ = NOUN: ποσότητα, ποσότης, ποσό; USER: ποσότητα, ποσότητας, ποσότητα που, ποσότητες, ποσοτήτων

GT GD C H L M O
quite /kwaɪt/ = ADVERB: αρκετά, εντελώς, μάλλον, όλως, πράγματι; USER: αρκετά, εντελώς, πολύ, είναι αρκετά, απολύτως, απολύτως

GT GD C H L M O
raced /reɪs/ = VERB: τρέχω, παρατρέχω; USER: συναγωνίστηκε, αγωνίστηκε, αγωνιστεί, έτρεξε, τρέξει

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
ready /ˈred.i/ = ADJECTIVE: έτοιμος, πρόθυμος, εύκολος, γινώμενος; USER: έτοιμος, έτοιμο, έτοιμη, έτοιμοι, έτοιμα

GT GD C H L M O
receipt /rɪˈsiːt/ = NOUN: παραλαβή, λήψη, απόδειξη, απόδειξη παραλαβής, εξοφλητική απόδειξη, εξοφλητήριο; VERB: εξοφλώ, δίδω απόδειξη λήψεως; USER: παραλαβή, απόδειξη, λήψη, παραλαβής, την παραλαβή

GT GD C H L M O
receive /rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν

GT GD C H L M O
received /rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη

GT GD C H L M O
receiver /rɪˈsiː.vər/ = NOUN: δέκτης, παραλήπτης, αποδέκτης, διαχειριστής περιουσίας εν χρεωκοπία; USER: δέκτης, παραλήπτης, δέκτη, δε, παραλήπτη

GT GD C H L M O
receiving /rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: παραλαβή, λήψη, λαμβάνουν, λαμβάνει, υποδοχής

GT GD C H L M O
reconfirm = USER: επιIεIαιώσουν, επαναIεIαιώσει, επαναIεIαίωση, επιIεIαιώνουν, επιIεIαιώσει,

GT GD C H L M O
refresh /rɪˈfreʃ/ = VERB: φρεσκάρω, ανανεώνω, αναζωογονώ, δροσίζω; USER: φρεσκάρω, Refresh, ανανέωσης, Ανανέωση, ανανεώσετε

GT GD C H L M O
refresher /rɪˈfreʃ.ər/ = NOUN: δροσίζων, συμπληρωματική αμοιβή δικηγόρου, αναζωογονών, υπενθυμίζων; USER: επανεκπαίδευση, επαναληπτικά, επανεκπαίδευσης, επιμόρφωσης, επιμορφωτικά

GT GD C H L M O
regular /ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: τακτικός, κανονικός, μόνιμος, ομαλός, ανελλιπής, συμμετρικός; USER: τακτικός, κανονικός, τακτική, τακτικές, τακτικά

GT GD C H L M O
repacking /ˌrēˈpak/ = USER: επανασυσκευασία, ανασυσκευασία, επανασυσκευασίας, η ανασυσκευασία, την επανασυσκευασία,

GT GD C H L M O
resolution /ˌrez.əˈluː.ʃən/ = NOUN: ψήφισμα, ανάλυση, απόφαση, διάλυση, αποφασιστικότητα, λύση διαφωνίας, αποφασιστικότης; USER: ψήφισμα, ανάλυση, απόφαση, ψηφίσματος, ψήφισμά

GT GD C H L M O
responsibility = NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη

GT GD C H L M O
results /rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο; VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω; USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που

GT GD C H L M O
returns /rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα; VERB: επιστρέφω; USER: Επιστροφές, επιστρέφει, αποδόσεις, δηλώσεις, αποδόσεων

GT GD C H L M O
rules /ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση; VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω; USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που

GT GD C H L M O
run /rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος; VERB: τρέχω, ρέω; USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε

GT GD C H L M O
running /ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων; ADJECTIVE: τρεχάτος; USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί

GT GD C H L M O
rx = USER: rx, του rx, ΚΧ,

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
save /seɪv/ = PREPOSITION: εκτός; VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ; USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
saying /ˈseɪ.ɪŋ/ = NOUN: ρητό, παροιμία; USER: ρητό, παροιμία, λέγοντας, λέει, λένε, λένε

GT GD C H L M O
scanner /ˈskæn.ər/ = NOUN: ερευνητής; USER: σαρωτή, scanner, σαρωτής, επιφάνεια του σαρωτή, σάρωσης

GT GD C H L M O
scanning /skæn/ = NOUN: έρευνα, έμμετρος ανάγνωση, κριτική έρευνα; USER: σάρωσης, σάρωση, τη σάρωση, ανίχνευση, σαρώσεως

GT GD C H L M O
screen /skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου; VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω; USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
send /send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει

GT GD C H L M O
sent /sent/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστέλλονται, αποστέλλεται, έστειλε, απέστειλε, στείλει

GT GD C H L M O
server /ˈsɜː.vər/ = NOUN: υπηρέτης, δίσκος; USER: διακομιστή, διακομιστής, εξυπηρετητή, διακομιστές, σέρβερ

GT GD C H L M O
session /ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος; USER: συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία

GT GD C H L M O
set /set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο; VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ; ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός; USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε

GT GD C H L M O
sever /ˈsev.ər/ = VERB: κόβω, αποκόπτω, διακόπτω, χωρίζω, διαχωρίζω; USER: κόβω, διακόψει, αποκόψει, θύμα παύει οποιαδήποτε, χωρίσει

GT GD C H L M O
shipping /ˈʃɪp.ɪŋ/ = NOUN: αποστολή, ναυτιλία, φόρτωση; ADJECTIVE: ατμοπλοϊκός; USER: ναυτιλία, αποστολή, Γραμματοσήμανση αλληλογραφίας, αποστολής, ναυτιλίας

GT GD C H L M O
should /ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
showing /ˈʃəʊ.ɪŋ/ = NOUN: επίδειξη, εκδήλωση; USER: επίδειξη, δείχνει, που δείχνει, δείχνουν, που δείχνουν

GT GD C H L M O
side /saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά; ADJECTIVE: πλάγιος; USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά

GT GD C H L M O
simple /ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής; NOUN: απλούς; USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά

GT GD C H L M O
simply /ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα; USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή

GT GD C H L M O
simulating /ˈsɪm.jʊ.leɪt/ = VERB: προσποιούμαι, υποκρίνομαι; USER: προσομοίωση, προσομοιώνοντας, προσομοιώνει, προσομοίωσης, προσομοιώνουν

GT GD C H L M O
sir /sɜːr/ = NOUN: κύριος, κύριος ιππότης; USER: κύριε, Sir, ο Sir, Σερ, τον Sir

GT GD C H L M O
site /saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο; USER: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο, ιστοσελίδα, χώρο

GT GD C H L M O
size /saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα; VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω; USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size

GT GD C H L M O
skip /skɪp/ = VERB: παραλείπω, πηδώ, χοροπηδώ, υπερπηδώ; NOUN: πήδημα, κάδος εσκαφέα; USER: skip, παραλείψτε, παραλείψετε, παρακάμψετε, μεταπήδηση

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
soon /suːn/ = ADVERB: σύντομα, γρήγορα, προσεχώς, νωρίς, ταχέως, ενωρίς; USER: σύντομα, γρήγορα, συντομότερο, μόλις, ταχύτερο

GT GD C H L M O
sort /sɔːt/ = NOUN: είδος; VERB: ταξινομώ, διαλέγω; USER: είδος, Ταξινόμηση, είδους, ταξινόμησης, Ανά

GT GD C H L M O
sry = USER: SRY, λυπάμαι, δΚΥ, λυπάμαι γι'αυτό, τόπου SRY,

GT GD C H L M O
stage /steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό; VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ; USER: στάδιο, φάση, σκηνή, σταδίου, το στάδιο

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
status /ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση; USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος

GT GD C H L M O
stick /stɪk/ = NOUN: ραβδί, ράβδος, ξύλο; VERB: κολλώ, εμμένω, βάλλω, προσκολλώ, κόλλωμαι, κεντώ, αμηχανώ, τοιχοκολλώ; USER: ραβδί, κολλήσει, επιμείνουμε, να κολλήσει, κολλήσετε

GT GD C H L M O
still /stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως; ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος; NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος; VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω; USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
stock /stɒk/ = NOUN: στοκ, μετοχή, ζώα, παρακαταθήκη, κεφάλαιο, ζωμός, στέλεχος, κορμός, γένος, χρεόγραφο; VERB: εφοδιάζω; ADJECTIVE: έτοιμος; USER: μετοχή, στοκ, απόθεμα, αποθέματος, αποθέματος της

GT GD C H L M O
stop /stɒp/ = NOUN: στάση, παύση, σταμάτημα, τελεία, στιγμή; VERB: σταματώ, παύω, σταθμεύω, μένω; USER: στάση, παύση, σταματήσει, να σταματήσει, σταματήσουν

GT GD C H L M O
suggestion /səˈdʒes.tʃən/ = NOUN: πρόταση, υπόδειξη, εισήγηση, υποβολή, υπαινιγμός; USER: πρόταση, εισήγηση, υπόδειξη, πρότασή, την πρόταση

GT GD C H L M O
supplier /səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτής; USER: προμηθευτής, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές

GT GD C H L M O
supports /səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση; VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι; USER: υποστηρίζει, στηρίζει, υποστηρίζει την, υποστηρίζει τη, υποστηρίζει τις

GT GD C H L M O
sweet /swiːt/ = ADJECTIVE: γλυκός, γλυκύς; NOUN: γλύκισμα; USER: γλυκός, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές

GT GD C H L M O
symbol /ˈsɪm.bəl/ = NOUN: σύμβολο; USER: σύμβολο, συμβόλου, το σύμβολο, συμβόλων, σύμβολο που

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
tells /tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: λέει, αφηγείται, ενημερώνει, πει, αναφέρει

GT GD C H L M O
th /ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
these /ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι; USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
thirty /ˈθɜː.ti/ = USER: thirty-, thirty, thirty; USER: τριάντα, από τριάντα, τριακοστή, τριάκοντα

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
though /ðəʊ/ = CONJUNCTION: αν και, μολονότι, εν τούτοις, καίτοι; USER: αν και, μολονότι, εν τούτοις, αν, όμως

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
total /ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα; ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος; VERB: συμποσούμαι, αθροίζω; USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό

GT GD C H L M O
town /taʊn/ = NOUN: πόλη, κωμόπολη, πόλις; USER: πόλη, κωμόπολη, πόλης, Town, Τάουν

GT GD C H L M O
track /træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος; VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
trait /treɪt/ = NOUN: χαρακτηριστικό; USER: χαρακτηριστικό, γνώρισμα, χαρακτηριστικού, γνωρισμάτων, χαρακτηριστικό της

GT GD C H L M O
transaction /trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή; USER: συναλλαγή, πράξη, συναλλαγής, συναλλαγών, πράξης

GT GD C H L M O
transactions /trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή; USER: συναλλαγές, συναλλαγών, πράξεις, των συναλλαγών, οι συναλλαγές

GT GD C H L M O
transcript /ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο; USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση

GT GD C H L M O
transmit /trænzˈmɪt/ = VERB: διαβιβάζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω; USER: διαβιβάζουν, διαβιβάζει, μεταδίδουν, μετάδοση, μεταδώσει

GT GD C H L M O
twenty /ˈtwen.ti/ = USER: twenty-, twenty; USER: είκοσι, εικοστή, από είκοσι, εικοστό

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
uh /ɜː/ = USER: εεε, uh, εε, εμ, χμ

GT GD C H L M O
units /ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς; USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
upload /ʌpˈləʊd/ = USER: μεταφόρτωση, ανεβάστε, ανεβάσετε, φορτώσετε, αποστολή

GT GD C H L M O
uploaded /ʌpˈləʊd/ = USER: Ανέβηκαν, μεταφόρτωση, φορτώθηκε

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
use /juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης; VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε

GT GD C H L M O
useful /ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος; USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη

GT GD C H L M O
user /ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος; USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης

GT GD C H L M O
username /ˈjuː.zə.neɪm/ = USER: όνομα Χρήστη, το όνομα χρήστη, όνομα, ψευδώνυμο, το ψευδώνυμο

GT GD C H L M O
users /ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες

GT GD C H L M O
using /juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι; USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν

GT GD C H L M O
v /viː/ = USER: v, κατά, ν

GT GD C H L M O
value /ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο; VERB: εκτιμώ; USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία

GT GD C H L M O
various /ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους; USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
via /ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου; USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
view /vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός; VERB: βλέπω, θεωρώ; USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ

GT GD C H L M O
vindication /ˈvɪn.dɪ.keɪt/ = NOUN: δικαίωση; USER: δικαίωση, δικαίωσης, δικαίωσή, τη δικαίωση, διεκδίκηση

GT GD C H L M O
visit /ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη; VERB: επισκέπτομαι; USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν

GT GD C H L M O
voters /ˈvəʊ.tər/ = NOUN: ψηφοφόρος, ψηφίζων; USER: ψηφοφόροι, ψηφοφόρους, ψηφοφόρων, οι ψηφοφόροι, εκλογείς

GT GD C H L M O
want /wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη; NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια; USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε

GT GD C H L M O
warehouse /ˈweə.haʊs/ = NOUN: αποθήκη; VERB: αποθηκεύω; USER: αποθήκη, αποθήκης, Warehouse, αποθήκες, αποθήκη Google

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
wasn /ˈwɒz.ənt/ = USER: δεν ήταν, wasn, δεν ήμουν

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
web /web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή; VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω; USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων

GT GD C H L M O
website /ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος; USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website

GT GD C H L M O
welcome /ˈwel.kəm/ = NOUN: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος δεξίωσις; VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι; ADJECTIVE: ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος; USER: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, καλωσορίζω, ευπρόσδεκτη, ευπρόσδεκτοι

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
whilst /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ; USER: ενώ, παράλληλα, ταυτόχρονα, μολονότι

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
whole /həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο; ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος; USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
work /wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά; VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν

GT GD C H L M O
works /wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο; USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
yeah /jeə/ = USER: ναι, yeah

GT GD C H L M O
yet /jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις; USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

410 words