Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
actually
/ˈæk.tʃu.ə.li/ = ADVERB: πράγματι, πραγματικά;
USER: πραγματικά, πράγματι, πραγματικότητα, στην πραγματικότητα, όντως, όντως
GT
GD
C
H
L
M
O
add
/æd/ = VERB: προσθέτω, αθροίζω;
USER: προσθήκη, προσθέσετε, προσθέστε, προσθέσει, πρόσθεσε, πρόσθεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
again
/əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου;
USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
against
/əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία;
USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
alva
= USER: Alva, Alva ο, Άλβα,
GT
GD
C
H
L
M
O
am
/æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.
GT
GD
C
H
L
M
O
american
/əˈmer.ɪ.kən/ = NOUN: Αμερικανός;
ADJECTIVE: αμερικάνικος;
USER: Αμερικανός, Αμερικανική, american, αμερικάνικες, αμερικάνικο
GT
GD
C
H
L
M
O
amount
/əˈmaʊnt/ = NOUN: ποσό;
VERB: ανέρχομαι, συμποσούμαι;
USER: ποσό, ποσότητα, ποσού, ύψος, ποσό που, ποσό που
GT
GD
C
H
L
M
O
amounted
/əˈmaʊnt/ = VERB: ανέρχομαι, συμποσούμαι;
USER: ανήλθε, ανήλθαν, ανέρχονταν, ανερχόταν, διαμορφώθηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
aplomb
/əˈplɒm/ = NOUN: ψυχραιμία, απάθεια, αταραξία;
USER: ψυχραιμία, απάθεια, αταραξία, αυτοκυριαρχία, αυτοπεποίθηση,
GT
GD
C
H
L
M
O
application
/ˌæp.lɪˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: εφαρμογή, αίτηση, επίθεση, επίθεμα, επίδοση;
USER: εφαρμογή, αίτηση, εφαρμογής, αίτησης, την εφαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
asked
/ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς;
USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από
GT
GD
C
H
L
M
O
assigned
/əˈsaɪn/ = VERB: αναθέτω, εκχωρώ, απονέμω, προσδιορίζω;
USER: ανατεθεί, εκχωρηθεί, ανατίθενται, αποδίδεται, έχουν ανατεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
available
/əˈveɪ.lə.bl̩/ = ADJECTIVE: διαθέσιμος;
USER: διαθέσιμος, διαθέσιμα, διαθέσιμο, διαθέσιμες, διαθέσιμη, διαθέσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
away
/əˈweɪ/ = ADVERB: μακριά;
NOUN: απών;
USER: μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, σέντρα, περάσει, περάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
back
/bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν;
NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος;
VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ;
USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
backup
/ˈbæk.ʌp/ = ADJECTIVE: εφεδρικός;
USER: αντιγράφων ασφαλείας, δημιουργία αντιγράφων ασφαλείας, δημιουργήσετε αντίγραφα ασφαλείας, στήριγμα, αντίγραφα ασφαλείας
GT
GD
C
H
L
M
O
balloon
/bəˈluːn/ = NOUN: μπαλόνι, αερόστατο;
USER: μπαλόνι, αερόστατο, μπαλονιού, μπαλόνια, μπαλονιών
GT
GD
C
H
L
M
O
bar
/bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο;
VERB: κωλύω, αποθαρρύνω;
USER: μπαρ, ράβδος, μπάρα, Bar, γραμμή
GT
GD
C
H
L
M
O
barcode
/bæpˈtaɪz/ = USER: barcode, γραμμικού κώδικα, γραμμωτού κώδικα, γραμμικό κώδικα, γραμμωτών κωδίκων
GT
GD
C
H
L
M
O
based
/-beɪst/ = VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βασίζονται, με βάση, βασίζεται, βάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
because
/bɪˈkəz/ = CONJUNCTION: επειδή, διότι;
USER: επειδή, διότι, λόγω, γιατί, γιατί
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
bin
/bɪn/ = NOUN: αποθήκη, μεγάλο δοχείο, κελάρι;
VERB: αποθηκεύω;
USER: bin, Μπιν, κάδο, δοχείο, κάδος
GT
GD
C
H
L
M
O
bit
/bɪt/ = NOUN: κομμάτι, τρυπάνι, μικρό τεμάχιο, ψίχουλο, αιχμή εργαλείου, δυάδικο ψηφίο;
VERB: χαλιναγωγώ;
USER: κομμάτι, bit, λίγο, κάπως, μπιτ
GT
GD
C
H
L
M
O
book
/bʊk/ = NOUN: βιβλίο;
VERB: εγγράφω;
USER: βιβλίο, Κάντε κράτηση, βιβλίου, το βιβλίο, κλείσετε, κλείσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
booked
/bʊk/ = VERB: εγγράφω;
USER: κράτηση, κάνει κράτηση, κλείσει, έγινε, κρατηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
booking
/ˈbʊk.ɪŋ/ = NOUN: εγγραφή;
USER: κρατήσεις, κράτησης, κράτηση, συχνές, κρατήσεις για
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
brand
/brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός;
VERB: στιγματίζω;
USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand
GT
GD
C
H
L
M
O
briefly
/ˈbriːf.li/ = ADVERB: εν ολίγοις;
USER: συντομία, εν συντομία, συνοπτικά, σύντομα, λίγο
GT
GD
C
H
L
M
O
bring
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
browser
/ˈbraʊ.zər/ = USER: περιήγησης, πρόγραμμα περιήγησης, φυλλομετρητή, προγράμματος περιήγησης, περιηγητή
GT
GD
C
H
L
M
O
business
/ˈbɪz.nɪs/ = NOUN: επιχείρηση, δουλειά, εργασία, εμπόριο, υπόθεση, ενασχόληση;
USER: επιχείρηση, επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων, επιχείρησή, επιχειρήσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
button
/ˈbʌt.ən/ = NOUN: κουμπί, κομβίο;
VERB: κουμπώνω;
USER: κουμπί, πλήκτρο, το κουμπί, κουμπιού, κουμπιού
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
call
/kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη;
VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
carry
/ˈkær.i/ = VERB: μεταφέρω, κουβαλώ, κρατώ, βαστάζω, έχω, βαστώ, κατακτώ;
USER: φέρουν, να, μεταφέρουν, μεταφέρει, φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
carton
/ˈkɑː.tən/ = NOUN: χαρτοκιβώτιο, χαρτόκουτο, λεπτό χαρτόνι;
USER: χαρτοκιβώτιο, χαρτόκουτο, κουτί, χάρτινα κουτιά, χαρτόνι
GT
GD
C
H
L
M
O
case
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
cetera
/ɪt ˈset.ər.ə/ = USER: λοιπά, τα λοιπά, cetera, κ.λπ,
GT
GD
C
H
L
M
O
change
/tʃeɪndʒ/ = NOUN: αλλαγή, μεταβολή, ρέστα, μετασχηματισμός, μετάπτωση, ψιλά, τροπή, παραλλαγή;
VERB: αλλάζω, μεταβάλλω, αλλάσσω, μετασχηματίζω, αλλοιώνω;
USER: αλλαγή, μεταβολή, αλλάξετε, αλλάξει, αλλάξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
click
/klɪk/ = NOUN: κλικ, χτύπος, ελαφρός κρότος;
VERB: ταιριάζω, κροτώ;
USER: κλικ, κάντε κλικ, πατήστε, κάντε κλικ στο, κάντε κλικ στο κουμπί
GT
GD
C
H
L
M
O
cloud
/klaʊd/ = NOUN: σύννεφο, νέφος, νεφέλη;
VERB: συννεφιάζω, βουρκώνω;
USER: σύννεφο, νέφος, cloud, νέφους, νεφών
GT
GD
C
H
L
M
O
code
/kəʊd/ = NOUN: κωδικός, κώδικας, κώδιξ, κρυπτογράφημα;
VERB: κρυπτογραφώ;
USER: κωδικός, κώδικας, κωδικό, κώδικα, κωδικού
GT
GD
C
H
L
M
O
complete
/kəmˈpliːt/ = ADJECTIVE: πλήρης, ολοκληρωμένος, τέλειος, τελειωμένος, ολικός;
VERB: ολοκληρώνω, συμπληρώνω, τελειώνω, αποτελειώνω;
USER: πλήρης, ολοκληρωθεί, ολοκληρώσει, ολοκλήρωση, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
computers
/kəmˈpjuː.tər/ = NOUN: ηλεκτρονικός υπολογιστής;
USER: υπολογιστές, ηλεκτρονικούς υπολογιστές, υπολογιστών, ηλεκτρονικών υπολογιστών, ηλεκτρονικοί υπολογιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
container
/kənˈteɪ.nər/ = NOUN: δοχείο, κιβώτιο;
USER: δοχείο, κιβώτιο, περιέκτη, δοχείου, εμπορευματοκιβωτίων
GT
GD
C
H
L
M
O
could
/kʊd/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
USER: θα μπορούσε να, θα μπορούσε, θα μπορούσαν, μπορούσε να, μπορούσε, μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
counts
/kaʊnt/ = NOUN: αρίθμηση, μέτρημα, κόμης, λογαριασμός, κεφάλαιο κατηγορίας;
VERB: υπολογίζω, μετρώ, λογαριάζω, θεωρώ, αριθμώ;
USER: Η, μετράει, Η γνώμη, γνώμη
GT
GD
C
H
L
M
O
couple
/ˈkʌp.l̩/ = NOUN: ζευγάρι, ζεύγος, κάνα-δύο;
VERB: ζευγαρώνω, ζευγνύω, κομπλάρω, ενώνω;
USER: ζευγάρι, ζεύγος, ηλικίας, ώριμης ηλικίας, δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
create
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: δημιουργία, δημιουργήσετε, δημιουργούν, τη δημιουργία, δημιουργήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
created
/kriˈeɪt/ = VERB: δημιουργώ, πλάττω;
USER: Δημιουργία, δημιουργήθηκε, δημιουργείται, δημιουργούνται, δημιούργησε, δημιούργησε
GT
GD
C
H
L
M
O
currently
/ˈkʌr.ənt/ = ADVERB: τη στιγμή;
USER: τη στιγμή, σήμερα, επί του παρόντος, στιγμή, παρόντος
GT
GD
C
H
L
M
O
cycle
/ˈsaɪ.kl̩/ = NOUN: κύκλος, ποδήλατο, περίοδος, μοτοσυκλέτα;
VERB: ποδηλατώ, κάνω ποδήλατο;
USER: κύκλος, κύκλου, κύκλο, του κύκλου, τον κύκλο
GT
GD
C
H
L
M
O
cyclone
/ˈsaɪ.kləʊn/ = NOUN: κυκλώνας, κυκλών, ανεμοστρόβιλος;
USER: κυκλώνας, κυκλώνα, κυκλώνος, κυκλώνες, κυκλωνικού
GT
GD
C
H
L
M
O
date
/deɪt/ = NOUN: ημερομηνία, χρονολογία, ραντεβού, χουρμάς, συνέντευξη, φίλος, φιλενάδα;
VERB: χρονολογώ, δίνω συνέντευξη, κλείνω ραντεβού;
USER: ημερομηνία, ημερομηνίας, την ημερομηνία, ημερομηνία κατά, ημερομηνία που
GT
GD
C
H
L
M
O
default
/dɪˈfɒlt/ = NOUN: αθέτηση, παράλειψη, αμέλεια, απουσία, παράβαση συμβολαίου, φυγοδικία;
VERB: αθετώ, ερημοδικώ;
USER: αθέτηση, προεπιλογή, προεπιλεγμένη, προεπιλεγμένο, προεπιλεγμένες
GT
GD
C
H
L
M
O
delivered
/dɪˈlɪv.ər/ = VERB: παραδίδω, διανέμω, παραδίνω, εκφωνώ, απαλλάσσω, ελευθερώνω;
USER: διατυπώθηκε, παραδίδονται, παραδοθεί, παραδίδεται, παραδόθηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstrate
/ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη;
USER: αποδεικνύουν, αποδείξει, καταδεικνύουν, να αποδείξει, αποδείξουν
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstrates
/ˈdem.ən.streɪt/ = VERB: επιδεικνύω, αποδεικνύω, διαδηλώνω, κάνω επίδειξη;
USER: καταδεικνύει, αποδεικνύει, δείχνει, επιδεικνύει, παρουσιάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
demonstration
/ˌdem.ənˈstreɪ.ʃən/ = NOUN: επίδειξη, διαδήλωση, εκδήλωση, συλλαλητήριο;
USER: επίδειξη, διαδήλωση, επίδειξης, της επίδειξης, την επίδειξη
GT
GD
C
H
L
M
O
device
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευή, συσκευής, διάταξη, τη συσκευή, διάταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
devices
/dɪˈvaɪs/ = NOUN: συσκευή, μηχανισμός, μηχάνημα, τέχνασμα, επινόημα, εφεύρεση, μαραφέτι;
USER: συσκευές, συσκευών, διατάξεις, συσκευές που, διατάξεων
GT
GD
C
H
L
M
O
different
/ˈdɪf.ər.ənt/ = ADJECTIVE: διαφορετικός, αλλοιώτικος;
USER: διαφορετικός, διαφορετικές, διαφορετικά, διαφορετική, διαφόρων, διαφόρων
GT
GD
C
H
L
M
O
directed
/diˈrekt,dī-/ = VERB: διευθύνω, απευθύνω, κατευθύνω, δείχνω;
USER: κατευθύνεται, σκηνοθεσία, κατευθύνονται, κατευθυνόμενη, απευθύνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
dispatch
/dɪˈspætʃ/ = VERB: αποστέλλω, επισπεύδω, φονεύω;
NOUN: επιστολή, άγγελμα, μήνυμα;
USER: αποστολή, αποστολής, την αποστολή, αποστέλλει, αποστέλλουν
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
document
/ˈdɒk.jʊ.mənt/ = NOUN: έγγραφο, ντοκουμέντο;
VERB: τεκμηριώνω;
USER: έγγραφο, εγγράφου, τον, εγγράφων, έγγραφο που
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
doesn
/ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
don
/dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος;
USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
done
/dʌn/ = ADJECTIVE: γινώμενος, καμωμένος;
USER: γίνεται, γίνει, κάνει, γίνονται, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
double
/ˈdʌb.l̩/ = NOUN: διπλό, δυάδα, σωσίας;
ADJECTIVE: διπλός, διπλάσιος;
VERB: διπλασιάζω, διπλώνω;
USER: διπλό, διπλασιαστεί, διπλασιάσει, διπλάσιο, διπλή
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
drill
/drɪl/ = NOUN: τρυπάνι, δράπανο, άσκηση, αυλάκι για σπορά, χοντρό ύφασμα;
VERB: γυμνάζω, γυμνάζομαι, ασκώ, τρυπώ, τρυπανίζω;
USER: τρυπάνι, διάνοιξη, ανοίξτε, τρυπήστε, τρυπήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
due
/djuː/ = ADJECTIVE: οφειλόμενος, ληξιπρόθεσμος;
USER: λόγω, λόγω της, οφείλεται, οφείλονται, εξαιτίας
GT
GD
C
H
L
M
O
e
/iː/ = NOUN: μι;
USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
each
/iːtʃ/ = PRONOUN: κάθε, έκαστος, πας;
USER: κάθε, καθένα, κάθε μία, καθεμία, κάθε ένα, κάθε ένα
GT
GD
C
H
L
M
O
either
/ˈaɪ.ðər/ = CONJUNCTION: είτε;
PRONOUN: εκάτερος, είτε ο ένας είτε ο άλλος;
USER: είτε, ούτε, είτε να
GT
GD
C
H
L
M
O
electronically
/ɪˌlekˈtrɒn.ɪk/ = USER: ηλεκτρονικά, ηλεκτρονικά μέσα, με ηλεκτρονικά μέσα, ηλεκτρονικώς, ηλεκτρονική
GT
GD
C
H
L
M
O
end
/end/ = NOUN: τέλος, άκρο, λήξη, πέρας, τέρμα, σκοπός, φινάλε;
VERB: τελειώνω, περατώνω;
USER: τέλος, άκρο, λήξη, τέλη, σκοπό, σκοπό
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
enter
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
erp
= USER: erp, ΕΑΙ
GT
GD
C
H
L
M
O
et
/etˈæl/ = USER: et, ΕΤ, κ.ά.
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
everything
/ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί;
USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό
GT
GD
C
H
L
M
O
excel
/ɪkˈsel/ = VERB: προέχω, υπερτερώ;
USER: excel, υπερέχουν, Το Excel, υπερέχει, του Excel
GT
GD
C
H
L
M
O
expected
/ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ;
USER: αναμένεται, αναμένονται, αναμενόμενο, αναμενόμενη, αναμενόταν, αναμενόταν
GT
GD
C
H
L
M
O
expecting
/ɪkˈspekt/ = VERB: αναμένω, προσδοκώ;
USER: περιμένουμε, αναμένει, περιμένει, αναμένουν, περιμένοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
family
/ˈfæm.əl.i/ = NOUN: οικογένεια, γένος, σόι;
USER: οικογένεια, οικογένειας, οικογενειακό, οικογενειακή, οικογένειά
GT
GD
C
H
L
M
O
filter
/ˈfɪl.tər/ = NOUN: φίλτρο, διηθητικό κύκλωμα, διυλιστήριο;
VERB: φιλτράρω, λαμπικάρω, διηθώ, διυλίζω;
USER: φίλτρο, φιλτράρισμα, φιλτράρετε, φιλτράρουν, φιλτράρει
GT
GD
C
H
L
M
O
filtered
/ˈfɪl.tər/ = VERB: φιλτράρω, λαμπικάρω, διηθώ, διυλίζω;
USER: διηθείται, φιλτράρεται, φιλτράρονται, φιλτραρισμένο, διήθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
finish
/ˈfɪn.ɪʃ/ = NOUN: φινίρισμα, τέλος, επεξεργασία;
VERB: τελειώνω, τελειοποιώ, περατώ;
USER: φινίρισμα, τέλος, τελειώνω, τελειώσει, ολοκληρώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
flanked
/flæŋk/ = VERB: συνορεύω, υπερφαλαγγίζω;
USER: πλαισιώνεται, που πλαισιώνεται, πλαισιωμένη, περιστοιχίζεται, πλαισιώνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
flexible
/ˈflek.sɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: ευέλικτος, εύκαμπτος;
USER: ευέλικτος, εύκαμπτος, ευέλικτη, ευέλικτο, ευέλικτες
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forget
/fəˈɡet/ = VERB: zapomenout zapomenout
GT
GD
C
H
L
M
O
found
/faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω;
USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
fresh
/freʃ/ = ADJECTIVE: φρέσκο, φρέσκος, νωπός, νέος, δροσερός, αναιδής;
USER: φρέσκο, φρέσκος, φρέσκα, νωπά, νωπών
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
fulfillment
/fo͝olˈfilmənt/ = NOUN: εκπλήρωση;
USER: εκπλήρωση, τήρηση, εκπλήρωσης, την εκπλήρωση, εκτέλεση
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
gonna
/ˈɡə.nə/ = USER: θα κρατήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
goods
/ɡʊd/ = NOUN: εμπορεύματα;
USER: εμπορεύματα, εμπορευμάτων, αγαθών, προϊόντα, αγαθά
GT
GD
C
H
L
M
O
got
/ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν
GT
GD
C
H
L
M
O
green
/ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής;
NOUN: πρασινάδα;
USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου
GT
GD
C
H
L
M
O
h
/eɪtʃ/ = USER: h, Η, ω, ώρες, ώρα
GT
GD
C
H
L
M
O
hand
/hænd/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου;
VERB: θίγω, εγχειρίζω;
USER: χέρι, πλευρά, το χέρι, χεριού, χεριών
GT
GD
C
H
L
M
O
handheld
/ˌhændˈheld/ = USER: χειρός, φορητή, φορητό, handheld, φορητές
GT
GD
C
H
L
M
O
happy
/ˈhæp.i/ = ADJECTIVE: ευτυχής, ευτυχισμένος;
USER: ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο, ευτυχισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
haven
/ˈheɪ.vən/ = NOUN: επίνειο, λιμήν, όρμος;
USER: επίνειο, Haven, καταφύγιο, Χέιβεν, παράδεισος
GT
GD
C
H
L
M
O
held
/held/ = VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: που πραγματοποιήθηκε, πραγματοποιήθηκε, έκρινε, πραγματοποιηθεί, κατέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
hello
/helˈəʊ/ = NOUN: χαιρετισμός, χερετισμός;
VERB: χαιρετώ;
USER: γεια σας, γειά σου, Χαίρετε, γεια, Hello
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
highest
/hī/ = ADJECTIVE: ύψιστος;
USER: υψηλότερη, υψηλότερο, υψηλότερα, υψηλότερες, μεγαλύτερη, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
him
/hɪm/ = PRONOUN: αυτόν;
USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ
GT
GD
C
H
L
M
O
hosted
/həʊst/ = USER: φιλοξενείται, φιλοξένησε, που φιλοξενείται, φιλοξενηθεί, φιλοξενούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
icon
/ˈaɪ.kɒn/ = NOUN: εικόνισμα, εικών;
USER: icon, εικονίδιο, εικόνα, εικονίδιο του, το εικονίδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
illustrate
/ˈɪl.ə.streɪt/ = VERB: διευκρινίζω, εικονογραφώ, επεξηγώ;
USER: απεικονίζουν, επεξηγούν, περιγράφουν, δείχνουν, παρουσιάζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
importantly
/ɪmˈpɔː.tənt/ = USER: σημαντικό, σημαντικότερο, κυρίως, κυριότερο, σημαντικό είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
including
/ɪnˈkluː.dɪŋ/ = PREPOSITION: συμπεριλαμβανομένου;
USER: συμπεριλαμβανομένου, συμπεριλαμβανομένων, συμπεριλαμβανομένης, όπως οι εξής, συμπεριλαμβανομένων των
GT
GD
C
H
L
M
O
individual
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
ADJECTIVE: ατομικός, προσωπικός;
USER: άτομο, ατομικός, επιμέρους, μεμονωμένων, ατομική
GT
GD
C
H
L
M
O
individuals
/ˌindəˈvijəwəl/ = NOUN: άτομο;
USER: άτομα, ιδιώτες, τα άτομα, πρόσωπα, ατόμων
GT
GD
C
H
L
M
O
information
/ˌɪn.fəˈmeɪ.ʃən/ = NOUN: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση;
USER: πληροφορίες, πληροφορία, ενημέρωση, πληροφοριών, στοιχεία, στοιχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
inmate
/ˈɪn.meɪt/ = NOUN: έγκλειστος, τρόφιμος ιδρύματος ένοικος;
USER: έγκλειστος, τρόφιμος, κρατούμενο, κρατούμενος, inmate
GT
GD
C
H
L
M
O
inside
/ɪnˈsaɪd/ = ADVERB: μέσα, εντός, απομέσα;
ADJECTIVE: εσωτερικός;
USER: μέσα, εντός, εσωτερικό, στο εσωτερικό, μέσα σε
GT
GD
C
H
L
M
O
inspector
/ɪnˈspek.tər/ = NOUN: επιθεωρητής;
USER: επιθεωρητής, επιθεωρητή, ελεγκτής, ελεγκτή, επιθεώρησης
GT
GD
C
H
L
M
O
instance
/ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη;
USER: παράδειγμα, π.χ., περίπτωση, χάριν
GT
GD
C
H
L
M
O
instances
/ˈɪn.stəns/ = NOUN: παράδειγμα, περιστατικό, υπόδειξη;
USER: περιπτώσεις, παρουσίες, περιπτώσεων, τις περιπτώσεις
GT
GD
C
H
L
M
O
integrated
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = ADJECTIVE: ολοκληρωμένος;
USER: ενσωματωθεί, ενσωματωμένο, ολοκληρωμένες, ολοκληρωμένη, ενσωματωθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
integration
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = NOUN: ολοκλήρωση;
USER: ολοκλήρωση, ολοκλήρωσης, ενσωμάτωση, ένταξη, ένταξης
GT
GD
C
H
L
M
O
internet
/ˈɪn.tə.net/ = NOUN: Internet, Διαδίκτυο;
USER: Διαδίκτυο, Internet, Ίντερνετ, στο internet, στο Ίντερνετ
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
islamic
/ˈɪz.lɑːm/ = USER: islamic, ισλαμική, ισλαμικό, Ισλαμικής, ισλαμικές
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
job
/dʒɒb/ = NOUN: εργασία, δουλειά, θέση, επάγγελμα, ιώβ;
VERB: διαπραγματεύομαι αξίες;
ADJECTIVE: υπομονετικός άνθρωπος;
USER: δουλειά, εργασία, θέση, εργασίας, θέσεων εργασίας
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
keep
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
keeps
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: κρατά, διατηρεί, κρατάει, συνεχίζει, τηρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
kids
/kɪd/ = NOUN: μικρόκοσμος;
USER: παιδιά, τα παιδιά, kids, για παιδιά, Παιδικά
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
labeled
/ˈleɪ.bəl/ = USER: επισημαίνονται, χαρακτηρισμένα, επισημανθεί, ετικέτα, επισήμανση
GT
GD
C
H
L
M
O
labels
/ˈleɪ.bəl/ = NOUN: επιγραφή, μάρκα, επίγραμμα, τικέτα;
VERB: επιγράφω, σημειώ, σημειώνω;
USER: ετικέτες, ετικετών, οι ετικέτες, τις ετικέτες, σήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
large
/lɑːdʒ/ = NOUN: μεγάλο;
ADJECTIVE: μεγάλος, ευρύς, μέγας, πλατύς;
USER: μεγάλο, μεγάλος, μεγάλη, μεγάλες, μεγάλα, μεγάλα
GT
GD
C
H
L
M
O
lay
/leɪ/ = ADJECTIVE: λαϊκός, κοσμικός;
VERB: θέτω, γεννώ, τοποθετώ, καθιστώ;
NOUN: άσμα, μπαλάντα;
USER: να ορίσει, θέσει, τεθούν, ορίσει, να θέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
limited
/ˈlɪm.ɪ.tɪd/ = ADJECTIVE: περιωρισμένος;
USER: περιορισμένη, περιορισμένο, περιορισμένης, περιορισμένες, περιορισμένα, περιορισμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
line
/laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος;
VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές;
USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line
GT
GD
C
H
L
M
O
lines
/laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος;
VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές;
USER: γραμμές, γραμμών, τις γραμμές, σειρές, γραμμές του
GT
GD
C
H
L
M
O
list
/lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση;
VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω;
USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας
GT
GD
C
H
L
M
O
location
/ləʊˈkeɪ.ʃən/ = NOUN: τοποθεσία, τοποθέτηση, εύρεση;
USER: τοποθεσία, θέση, τοποθεσιών, τοποθεσίας, των τοποθεσιών
GT
GD
C
H
L
M
O
lock
/lɒk/ = NOUN: κλειδαριά, υδροφράκτης, υδροφράχτης;
VERB: κλειδώνω;
USER: κλειδαριά, κλειδώνω, κλειδώσετε, κλειδώσει, κλείδωμα
GT
GD
C
H
L
M
O
locks
/lɒk/ = NOUN: κλειδαριά, υδροφράκτης, υδροφράχτης;
VERB: κλειδώνω;
USER: κλειδαριές, κλειδαριών, κλειδώνει, κλειδαριές στις, κλειδώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
log
/lɒɡ/ = NOUN: κούτσουρο, κορμός ξύλου, δρομόμετρο πλοίου, ημερολόγιο πλοίου;
VERB: καταγράφω, κόπτω δέντρα;
USER: συνδεθείτε, log, συνδεθούν, συνδέεστε, σύνδεση
GT
GD
C
H
L
M
O
logged
/lɒɡ/ = VERB: καταγράφω, κόπτω δέντρα;
USER: συνδεδεμένος, συνδεθεί, συνδεδεμένοι, καταγράφεται, καταγράφονται
GT
GD
C
H
L
M
O
login
/ˈlɒɡ.ɪn/ = NOUN: σύνδεση;
USER: σύνδεση, συνδεθείτε, Είσοδος, login, συνδεθείτε για
GT
GD
C
H
L
M
O
logs
/lɒɡ/ = NOUN: κούτσουρο, κορμός ξύλου, δρομόμετρο πλοίου, ημερολόγιο πλοίου;
USER: κούτσουρα, κορμών, logs, κορμούς, κορμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
loss
/lɒs/ = NOUN: απώλεια, ζημιά, χάσιμο, πτώση, χαμός, χασούρα;
USER: απώλεια, ζημιά, απώλειας, ζημία, την απώλεια
GT
GD
C
H
L
M
O
lot
/lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ;
USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή
GT
GD
C
H
L
M
O
love
/lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως;
VERB: αγαπώ, έρωμαι;
USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
m
/əm/ = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
main
/meɪn/ = ADJECTIVE: κύριος, ουσιώδης, πρωτεύων;
NOUN: κεντρικός αγωγός, κύριος αγωγός, κύριος σωλήνας, ανοικτή θάλασσα;
USER: κύριος, κύρια, κύριο, κύριας, κύριες
GT
GD
C
H
L
M
O
management
/ˈmæn.ɪdʒ.mənt/ = NOUN: διαχείριση, διεύθυνση, χειρισμός, κουμάντο;
USER: διαχείριση, διαχείρισης, τη διαχείριση, της διαχείρισης, διαχείριση των
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
maybe
/ˈmeɪ.bi/ = ADVERB: ίσως, μήπως, πιθανώς;
USER: ίσως, ίσως και, ίσως να, μήπως
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
mean
/miːn/ = ADJECTIVE: μέσος, ποταπός, πρόστυχος, αφιλότιμος, μέζερος, μικροπρεπής, ευτελής;
NOUN: μέσο, τρόπος;
VERB: εννοώ, σημαίνω, σκοπεύω;
USER: μέσος, εννοώ, μέσο, σημαίνει, σημαίνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
measure
/ˈmeʒ.ər/ = NOUN: μέτρο, μέτρα, σταθμά;
VERB: μετρώ, καταμετρώ;
USER: μέτρο, μέτρα, μέτρηση, τη μέτρηση, μετρηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
mentioned
/ˈmenCHən/ = VERB: αναφέρω, μνημονεύω;
USER: αναφέρονται, αναφέρεται, που αναφέρονται, αναφέρθηκε, ανέφερε
GT
GD
C
H
L
M
O
menu
/ˈmen.juː/ = NOUN: μενού, κατάλογος, κατάλογος επιλογής, κατάλογος φαγητών;
USER: μενού, το μενού, menu, μενού του, του μενού, του μενού
GT
GD
C
H
L
M
O
mess
/mes/ = NOUN: χάος, ακαταστασία, συσσίτιο, αταξία, κυκεώνας, φαγητό, αίθουσα αξιωματικών πλοίου;
VERB: συντρώγω;
USER: χάος, ακαταστασία, χάλια, χάλι, το χάος
GT
GD
C
H
L
M
O
might
/maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης;
USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
most
/məʊst/ = ADVERB: πλέον, μάλλον;
ADJECTIVE: περισσότερος, πλείστος;
NOUN: πλείστο, πλείστοι, μάλιστα;
USER: πλέον, πιο, περισσότερες, περισσότερα, περισσότεροι
GT
GD
C
H
L
M
O
movement
/ˈmuːv.mənt/ = NOUN: κίνηση, κίνημα, μετακίνηση, κίνηση λογαριασμού;
USER: κίνημα, κίνηση, μετακίνηση, κυκλοφορία, κυκλοφορίας
GT
GD
C
H
L
M
O
multiple
/ˈmʌl.tɪ.pl̩/ = ADJECTIVE: πολλαπλούς, πολλαπλός, πολλαπλάσιος;
NOUN: πολλαπλάσιο;
USER: πολλαπλούς, πολλαπλάσιο, πολλαπλές, πολλαπλών, πολλαπλά
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
nearby
/ˌnɪəˈbaɪ/ = ADVERB: πλησίον;
ADJECTIVE: γειτονικός;
USER: πλησίον, κοντά, κοντινές, κοντινά, γύρω από το ξενοδοχείο
GT
GD
C
H
L
M
O
need
/niːd/ = NOUN: ανάγκη, χρεία;
VERB: χρειάζομαι, έχω ανάγκη;
USER: ανάγκη, χρειάζομαι, πρέπει, χρειάζεται, χρειάζεστε, χρειάζεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
net
/net/ = ADVERB: καθαρά;
NOUN: δίχτυ, δίκτυο, απόχη, νέτος;
ADJECTIVE: καθαρός, χωρίς έκπτωση, εκκαθαρισμένος;
VERB: αλιεύω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ρίχνω δίχτυ, έχω καθαρό κέρδος, κάνω δίκτυο, ψαρεύω;
USER: καθαρά, δίχτυ, καθαρός, δίκτυο, καθαρό
GT
GD
C
H
L
M
O
nets
/net/ = NOUN: δίχτυ, δίκτυο, απόχη, νέτος;
VERB: αλιεύω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, ρίχνω δίχτυ, έχω καθαρό κέρδος, κάνω δίκτυο, ψαρεύω;
USER: δίχτυα, διχτυών, τα δίχτυα, δίκτυα, δικτύων
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
next
/nekst/ = ADJECTIVE: επόμενος, προσεχής, πλησιέστερος, πλησιέστατος;
PREPOSITION: έπειτα;
USER: επόμενος, Επόμενη, επόμενο, δίπλα, επόμενα, επόμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
normally
/ˈnɔː.mə.li/ = ADVERB: κανονικά, ομαλά;
USER: κανονικά, συνήθως, κανόνα, κατά κανόνα, φυσιολογικά
GT
GD
C
H
L
M
O
notices
/ˈnəʊ.tɪs/ = NOUN: ανακοίνωση, ειδοποίηση, προσοχή, είδηση, αναγγελία, παραγγελία, κριτικό σημείωμα;
VERB: παρατηρώ, προσέχω;
USER: προκηρύξεις, ανακοινώσεις, ανακοινώσεων, προκηρύξεων, Notices
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
number
/ˈnʌm.bər/ = NOUN: αριθμός, νούμερο, αριθμών, ψηφίο;
USER: αριθμός, νούμερο, αριθμό, αριθμού, σειρά, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
okay
/ˌəʊˈkeɪ/ = NOUN: καλά;
VERB: εγκρίνω;
USER: καλά, εντάξει, okay, πειράζει, εντάξει για
GT
GD
C
H
L
M
O
old
/əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός;
NOUN: γέρος, γριά;
USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
options
/ˈɒp.ʃən/ = NOUN: επιλογή, προαίρεση, δικαίωμα εκλογής, δικαίωμα αγοραπωλησίας;
USER: Επιλογές, επιλογών, τις επιλογές, επιλογές για, δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
order
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελία, τάξη, διαταγή, εντολή, προκειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
ordered
/ˈɔː.dəd/ = VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: διέταξε, ταξινομούνται, εντολή, καταδικαστεί, καταδικάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
orders
/ˈɔː.dər/ = NOUN: παραγγελία, τάξη, εντολή, διαταγή, τάγμα, σύστημα, προσταγή, βαθμός, παράσημο, κανόνας;
VERB: διατάσσω, παραγγέλλω, παραγγέλνω, κανονίζω, προστάζω;
USER: παραγγελίες, παραγγελιών, εντολές, εντολών, διαταγές
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
outer
/ˈaʊ.tər/ = ADJECTIVE: εξωτερικός, εξώτερος;
USER: εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικού, εξωτερικής
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
pack
/pæk/ = NOUN: πακέτο, δέμα, δέσμη, ομάδα, ομάς, αγέλη;
VERB: πακετάρω, συσκευάζω, στριμώχνω;
USER: πακέτο, συσκευασία, το πακέτο, συσκευάσει, συσκευάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
pages
/peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης;
VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος;
USER: σελίδες, σελίδων, pages, τις σελίδες, σελίδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
palette
/ˈpæl.ət/ = NOUN: παλέτα, παλτό, χρωματοπινάκιο;
USER: παλέτα, Μετονομάστε τις
GT
GD
C
H
L
M
O
paper
/ˈpeɪ.pər/ = NOUN: χαρτί, έγγραφο, εφημερίδα, χάρτης, βίβλος;
ADJECTIVE: χάρτινος;
VERB: καλύπτω με χάρτη;
USER: χαρτί, έγγραφο, χαρτιού, το χαρτί, εγγράφου
GT
GD
C
H
L
M
O
parallel
/ˈpær.ə.lel/ = NOUN: παράλληλο;
ADJECTIVE: παράλληλος;
VERB: παραλληλίζομαι, παραλληλίζω;
USER: παράλληλες, παράλληλο, παράλληλα, παράλληλου, παράλληλη
GT
GD
C
H
L
M
O
part
/pɑːt/ = NOUN: μέρος, τμήμα, τεύχος;
VERB: χωρίζω, χωρίζομαι;
USER: μέρος, τμήμα, είδους, μέλος, πλαίσιο, πλαίσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
partially
/ˈpɑː.ʃəl.i/ = USER: μερικώς, μέρει, εν μέρει, μερική
GT
GD
C
H
L
M
O
particular
/pəˈtɪk.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: ιδιαίτερος, λεπτολόγος;
NOUN: λεπτομέρεια, λεπτομέρειες, καθέκαστα;
USER: ειδικότερα, ιδιαίτερα, συγκεκριμένα, ιδίως, ιδίως το
GT
GD
C
H
L
M
O
password
/ˈpɑːs.wɜːd/ = NOUN: σύνθημα, παρασύνθημα, κώδικας πρόσβασης;
USER: κωδικού πρόσβασης, κωδικού, τον κωδικό, κωδικό, κωδικός
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
performance
/pəˈfɔː.məns/ = NOUN: εκτέλεση, επίδοση, εκπλήρωση, παράσταση, τέλεση;
USER: επίδοση, εκτέλεση, παράσταση, εκπλήρωση, απόδοση
GT
GD
C
H
L
M
O
person
/ˈpɜː.sən/ = NOUN: άτομο, πρόσωπο, υποκείμενο;
USER: πρόσωπο, άτομο, προσώπου, ατόμου, άτομα
GT
GD
C
H
L
M
O
picking
/pik/ = NOUN: συλλογή;
USER: συλλογή, πάρει, picking, να πάρει, επιλέγοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
pics
/pik/ = USER: pics, φωτογραφίες, εικόνες, τις φωτογραφίες,
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
point
/pɔɪnt/ = NOUN: σημείο, μύτη, άκρη, ακμή, προκείμενο;
USER: σημείο, στοιχείο, το σημείο, σημείου, σημείου
GT
GD
C
H
L
M
O
preferably
/ˈpref.ər.ə.bli/ = ADVERB: κατά προτίμηση, κατά προτίμησιν;
USER: κατά προτίμηση, κατά προτίμησιν, προτίμηση, προτιμότερα
GT
GD
C
H
L
M
O
premise
/ˈprem.ɪs/ = NOUN: προϋπόθεση, υπόθεση, πρόταση, πρόλογος;
VERB: προβάλλω ως υπόθεση, προβάλλω ως εξήγηση, προϋποθέτω;
USER: προϋπόθεση, υπόθεση, παραδοχή, αρχή, σκεπτικό
GT
GD
C
H
L
M
O
press
/pres/ = NOUN: τύπος, πίεση, πιεστήριο, πρέσα, τύπος εφημερίδες, φύλλο εφημερίδας;
VERB: πιέζω, επιστρατεύω βίαια, πρεσάρω, σιδερώνω, ζορίζω, στριμώχνω, σιδηρώνω;
USER: πίεση, πατήστε, πιέστε, πιέστε το πλήκτρο, πατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
print
/prɪnt/ = VERB: τυπώνω, εκτυπώ, αποτυπώ, αποτυπώνω;
NOUN: στάμπα, αποτύπωμα, κόπια, τύπος;
USER: εκτύπωση, εκτυπώσετε, εκτυπώστε, εκτύπωσης, εκτυπώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
process
/ˈprəʊ.ses/ = NOUN: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, πορεία, κατεργασία, πράξη, δικαστική κλήση;
VERB: κατεργάζομαι;
USER: διαδικασία, διεργασία, μέθοδος, διαδικασίας, τη διαδικασία
GT
GD
C
H
L
M
O
processed
/ˈprəʊ.sest/ = VERB: κατεργάζομαι;
USER: επεξεργασία, μεταποιημένα, μεταποιημένων, μεταποίηση, επεξεργασμένα
GT
GD
C
H
L
M
O
product
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
products
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόντα, προϊόντων, τα προϊόντα, των προϊόντων, προϊόντα που
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
pull
/pʊl/ = NOUN: έλξη, μέσο επιρροής;
VERB: τραβώ, αποσπώ, μυξοκλαίω, σύρω, έλκω;
USER: έλξη, τραβήξτε, τραβήξει, τραβάτε, pull
GT
GD
C
H
L
M
O
pulls
/pʊl/ = USER: τραβά, τραβάει, έλκει, βγάζει, ρίξει
GT
GD
C
H
L
M
O
purchase
/ˈpɜː.tʃəs/ = NOUN: αγορά, στήριγμα, παλάγκο;
VERB: αγοράζω, ψωνίζω;
USER: αγορά, αγοράσετε, αγοράσει, αγοράζουν, την αγορά
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
putting
/ˌɒfˈpʊt.ɪŋ/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: βάζοντας, θέτοντας, θέση, τοποθέτηση, τη θέση, τη θέση
GT
GD
C
H
L
M
O
quality
/ˈkwɒl.ɪ.ti/ = NOUN: ποιότητα, ιδιότητα, ποιότης, αρετή, ιδιότης, περιωπή;
USER: ποιότητα, ποιότητας, της ποιότητας, την ποιότητα, ποιότητα των
GT
GD
C
H
L
M
O
quantity
/ˈkwɒn.tɪ.ti/ = NOUN: ποσότητα, ποσότης, ποσό;
USER: ποσότητα, ποσότητας, ποσότητα που, ποσότητες, ποσοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
quite
/kwaɪt/ = ADVERB: αρκετά, εντελώς, μάλλον, όλως, πράγματι;
USER: αρκετά, εντελώς, πολύ, είναι αρκετά, απολύτως, απολύτως
GT
GD
C
H
L
M
O
raced
/reɪs/ = VERB: τρέχω, παρατρέχω;
USER: συναγωνίστηκε, αγωνίστηκε, αγωνιστεί, έτρεξε, τρέξει
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
ready
/ˈred.i/ = ADJECTIVE: έτοιμος, πρόθυμος, εύκολος, γινώμενος;
USER: έτοιμος, έτοιμο, έτοιμη, έτοιμοι, έτοιμα
GT
GD
C
H
L
M
O
receipt
/rɪˈsiːt/ = NOUN: παραλαβή, λήψη, απόδειξη, απόδειξη παραλαβής, εξοφλητική απόδειξη, εξοφλητήριο;
VERB: εξοφλώ, δίδω απόδειξη λήψεως;
USER: παραλαβή, απόδειξη, λήψη, παραλαβής, την παραλαβή
GT
GD
C
H
L
M
O
receive
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν
GT
GD
C
H
L
M
O
received
/rɪˈsiːvd/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: έλαβε, λάβει, έλαβαν, λαμβάνονται, ελήφθη
GT
GD
C
H
L
M
O
receiver
/rɪˈsiː.vər/ = NOUN: δέκτης, παραλήπτης, αποδέκτης, διαχειριστής περιουσίας εν χρεωκοπία;
USER: δέκτης, παραλήπτης, δέκτη, δε, παραλήπτη
GT
GD
C
H
L
M
O
receiving
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: παραλαβή, λήψη, λαμβάνουν, λαμβάνει, υποδοχής
GT
GD
C
H
L
M
O
reconfirm
= USER: επιIεIαιώσουν, επαναIεIαιώσει, επαναIεIαίωση, επιIεIαιώνουν, επιIεIαιώσει,
GT
GD
C
H
L
M
O
refresh
/rɪˈfreʃ/ = VERB: φρεσκάρω, ανανεώνω, αναζωογονώ, δροσίζω;
USER: φρεσκάρω, Refresh, ανανέωσης, Ανανέωση, ανανεώσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
refresher
/rɪˈfreʃ.ər/ = NOUN: δροσίζων, συμπληρωματική αμοιβή δικηγόρου, αναζωογονών, υπενθυμίζων;
USER: επανεκπαίδευση, επαναληπτικά, επανεκπαίδευσης, επιμόρφωσης, επιμορφωτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
regular
/ˈreɡ.jʊ.lər/ = ADJECTIVE: τακτικός, κανονικός, μόνιμος, ομαλός, ανελλιπής, συμμετρικός;
USER: τακτικός, κανονικός, τακτική, τακτικές, τακτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
repacking
/ˌrēˈpak/ = USER: επανασυσκευασία, ανασυσκευασία, επανασυσκευασίας, η ανασυσκευασία, την επανασυσκευασία,
GT
GD
C
H
L
M
O
resolution
/ˌrez.əˈluː.ʃən/ = NOUN: ψήφισμα, ανάλυση, απόφαση, διάλυση, αποφασιστικότητα, λύση διαφωνίας, αποφασιστικότης;
USER: ψήφισμα, ανάλυση, απόφαση, ψηφίσματος, ψήφισμά
GT
GD
C
H
L
M
O
responsibility
= NOUN: ευθύνη, υπευθυνότητα, αξιοπιστία,, υπευθυνότητα, την ευθύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
results
/rɪˈzʌlt/ = NOUN: αποτέλεσμα, εξαγόμενο;
VERB: προκύπτω, επακολουθώ, καταλήγω;
USER: αποτελέσματα, τα αποτελέσματα, αποτελεσμάτων, αποτέλεσμα, αποτελέσματα που
GT
GD
C
H
L
M
O
returns
/rɪˈtɜːn/ = NOUN: απόδοση, αποτέλεσμα;
VERB: επιστρέφω;
USER: Επιστροφές, επιστρέφει, αποδόσεις, δηλώσεις, αποδόσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
rules
/ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση;
VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω;
USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που
GT
GD
C
H
L
M
O
run
/rʌn/ = NOUN: τρέξιμο, δρόμος;
VERB: τρέχω, ρέω;
USER: τρέχει, τρέχουν, τρέξει, εκτελέσετε, εκτελέστε, εκτελέστε
GT
GD
C
H
L
M
O
running
/ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων;
ADJECTIVE: τρεχάτος;
USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί
GT
GD
C
H
L
M
O
rx
= USER: rx, του rx, ΚΧ,
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
save
/seɪv/ = PREPOSITION: εκτός;
VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ;
USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
saying
/ˈseɪ.ɪŋ/ = NOUN: ρητό, παροιμία;
USER: ρητό, παροιμία, λέγοντας, λέει, λένε, λένε
GT
GD
C
H
L
M
O
scanner
/ˈskæn.ər/ = NOUN: ερευνητής;
USER: σαρωτή, scanner, σαρωτής, επιφάνεια του σαρωτή, σάρωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
scanning
/skæn/ = NOUN: έρευνα, έμμετρος ανάγνωση, κριτική έρευνα;
USER: σάρωσης, σάρωση, τη σάρωση, ανίχνευση, σαρώσεως
GT
GD
C
H
L
M
O
screen
/skriːn/ = NOUN: οθόνη, κόσκινο, παραπέτασμα, παραβάν, προπέτασμα, προφυλακτήρ, οθόνη κινηματογράφου;
VERB: προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης, κοσκινίζω;
USER: οθόνη, οθόνης, οθόνη του, οθ νη, κόσκινο
GT
GD
C
H
L
M
O
second
/ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος;
NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
send
/send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
sent
/sent/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστέλλονται, αποστέλλεται, έστειλε, απέστειλε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
server
/ˈsɜː.vər/ = NOUN: υπηρέτης, δίσκος;
USER: διακομιστή, διακομιστής, εξυπηρετητή, διακομιστές, σέρβερ
GT
GD
C
H
L
M
O
session
/ˈseʃ.ən/ = NOUN: συνεδρίαση, σύνοδος;
USER: συνεδρίαση, σύνοδος, σύνοδο, συνόδου, συνεδρία
GT
GD
C
H
L
M
O
set
/set/ = NOUN: σετ, σειρά, συλλογή, δύση, τάξη, σερβίτσιο;
VERB: θέτω, ορίζω, βάζω, τοποθετώ;
ADJECTIVE: ορισμένος, σταθερός;
USER: σετ, που, ρυθμίσετε, ορίζεται, ορίσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
sever
/ˈsev.ər/ = VERB: κόβω, αποκόπτω, διακόπτω, χωρίζω, διαχωρίζω;
USER: κόβω, διακόψει, αποκόψει, θύμα παύει οποιαδήποτε, χωρίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
shipping
/ˈʃɪp.ɪŋ/ = NOUN: αποστολή, ναυτιλία, φόρτωση;
ADJECTIVE: ατμοπλοϊκός;
USER: ναυτιλία, αποστολή, Γραμματοσήμανση αλληλογραφίας, αποστολής, ναυτιλίας
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
showing
/ˈʃəʊ.ɪŋ/ = NOUN: επίδειξη, εκδήλωση;
USER: επίδειξη, δείχνει, που δείχνει, δείχνουν, που δείχνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
side
/saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά;
ADJECTIVE: πλάγιος;
USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά
GT
GD
C
H
L
M
O
simple
/ˈsɪm.pl̩/ = ADJECTIVE: απλός, εύκολος, απλοϊκός, αφελής;
NOUN: απλούς;
USER: απλός, απλούς, απλή, απλό, απλά, απλά
GT
GD
C
H
L
M
O
simply
/ˈsɪm.pli/ = ADVERB: απλά, απλώς, μόνο, απλούστατα;
USER: απλά, απλώς, μόνο, απλά να, απλή, απλή
GT
GD
C
H
L
M
O
simulating
/ˈsɪm.jʊ.leɪt/ = VERB: προσποιούμαι, υποκρίνομαι;
USER: προσομοίωση, προσομοιώνοντας, προσομοιώνει, προσομοίωσης, προσομοιώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
sir
/sɜːr/ = NOUN: κύριος, κύριος ιππότης;
USER: κύριε, Sir, ο Sir, Σερ, τον Sir
GT
GD
C
H
L
M
O
site
/saɪt/ = NOUN: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο;
USER: τοποθεσία, θέση, οικόπεδο, ιστοσελίδα, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
size
/saɪz/ = NOUN: μέγεθος, διάσταση, νούμερο, κόλλα, ανάστημα;
VERB: τοποθετώ κατά μεγέθη, εκμετρώ, εκτιμώ, κολλώ, κολλαρίζω;
USER: μέγεθος, μεγέθους, το μέγεθος, μέγεθος του, size
GT
GD
C
H
L
M
O
skip
/skɪp/ = VERB: παραλείπω, πηδώ, χοροπηδώ, υπερπηδώ;
NOUN: πήδημα, κάδος εσκαφέα;
USER: skip, παραλείψτε, παραλείψετε, παρακάμψετε, μεταπήδηση
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
soon
/suːn/ = ADVERB: σύντομα, γρήγορα, προσεχώς, νωρίς, ταχέως, ενωρίς;
USER: σύντομα, γρήγορα, συντομότερο, μόλις, ταχύτερο
GT
GD
C
H
L
M
O
sort
/sɔːt/ = NOUN: είδος;
VERB: ταξινομώ, διαλέγω;
USER: είδος, Ταξινόμηση, είδους, ταξινόμησης, Ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
sry
= USER: SRY, λυπάμαι, δΚΥ, λυπάμαι γι'αυτό, τόπου SRY,
GT
GD
C
H
L
M
O
stage
/steɪdʒ/ = NOUN: στάδιο, φάση, σκηνή, εξέδρα, λεωφορείο, παλκοσενικό;
VERB: αναβιβάζω επί της σκηνής, σκηνοθετώ;
USER: στάδιο, φάση, σκηνή, σταδίου, το στάδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
status
/ˈsteɪ.təs/ = NOUN: κατάσταση, θέση;
USER: κατάσταση, θέση, καθεστώς, κατάστασης, καθεστώτος
GT
GD
C
H
L
M
O
stick
/stɪk/ = NOUN: ραβδί, ράβδος, ξύλο;
VERB: κολλώ, εμμένω, βάλλω, προσκολλώ, κόλλωμαι, κεντώ, αμηχανώ, τοιχοκολλώ;
USER: ραβδί, κολλήσει, επιμείνουμε, να κολλήσει, κολλήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
still
/stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως;
ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος;
NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος;
VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω;
USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
stock
/stɒk/ = NOUN: στοκ, μετοχή, ζώα, παρακαταθήκη, κεφάλαιο, ζωμός, στέλεχος, κορμός, γένος, χρεόγραφο;
VERB: εφοδιάζω;
ADJECTIVE: έτοιμος;
USER: μετοχή, στοκ, απόθεμα, αποθέματος, αποθέματος της
GT
GD
C
H
L
M
O
stop
/stɒp/ = NOUN: στάση, παύση, σταμάτημα, τελεία, στιγμή;
VERB: σταματώ, παύω, σταθμεύω, μένω;
USER: στάση, παύση, σταματήσει, να σταματήσει, σταματήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
suggestion
/səˈdʒes.tʃən/ = NOUN: πρόταση, υπόδειξη, εισήγηση, υποβολή, υπαινιγμός;
USER: πρόταση, εισήγηση, υπόδειξη, πρότασή, την πρόταση
GT
GD
C
H
L
M
O
supplier
/səˈplaɪ.ər/ = NOUN: προμηθευτής;
USER: προμηθευτής, προμηθευτή, τον προμηθευτή, με τον προμηθευτή, προμηθευτές
GT
GD
C
H
L
M
O
supports
/səˈpɔːt/ = NOUN: υποστήριξη, συντήρηση, υποστήριγμα, επιδότηση, συμπαράσταση;
VERB: υποστηρίζω, στηρίζω, συντηρώ, στυλώνω, ανέχομαι;
USER: υποστηρίζει, στηρίζει, υποστηρίζει την, υποστηρίζει τη, υποστηρίζει τις
GT
GD
C
H
L
M
O
sweet
/swiːt/ = ADJECTIVE: γλυκός, γλυκύς;
NOUN: γλύκισμα;
USER: γλυκός, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές
GT
GD
C
H
L
M
O
symbol
/ˈsɪm.bəl/ = NOUN: σύμβολο;
USER: σύμβολο, συμβόλου, το σύμβολο, συμβόλων, σύμβολο που
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
tells
/tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ;
USER: λέει, αφηγείται, ενημερώνει, πει, αναφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
th
/ˈTHôrēəm/ = USER: ου, th, ος, λέξη, λέξη
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
these
/ðiːz/ = PRONOUN: αυτοί, ούτοι;
USER: αυτοί, αυτά, αυτές, αυτών, αυτά τα, αυτά τα
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
thirty
/ˈθɜː.ti/ = USER: thirty-, thirty, thirty;
USER: τριάντα, από τριάντα, τριακοστή, τριάκοντα
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
though
/ðəʊ/ = CONJUNCTION: αν και, μολονότι, εν τούτοις, καίτοι;
USER: αν και, μολονότι, εν τούτοις, αν, όμως
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
total
/ˈtəʊ.təl/ = NOUN: σύνολο, άθροισμα, όλο, ολικό ποσό, ολικό άθροισμα;
ADJECTIVE: συνολικός, ολικός, ολόκληρος;
VERB: συμποσούμαι, αθροίζω;
USER: σύνολο, συνολικός, συνολικού, συνολική, συνολικό
GT
GD
C
H
L
M
O
town
/taʊn/ = NOUN: πόλη, κωμόπολη, πόλις;
USER: πόλη, κωμόπολη, πόλης, Town, Τάουν
GT
GD
C
H
L
M
O
track
/træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος;
VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
trait
/treɪt/ = NOUN: χαρακτηριστικό;
USER: χαρακτηριστικό, γνώρισμα, χαρακτηριστικού, γνωρισμάτων, χαρακτηριστικό της
GT
GD
C
H
L
M
O
transaction
/trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή;
USER: συναλλαγή, πράξη, συναλλαγής, συναλλαγών, πράξης
GT
GD
C
H
L
M
O
transactions
/trænˈzæk.ʃən/ = NOUN: συναλλαγή, πράξη, δοσοληψία, αγοραπωλησία, συνδιαλλαγή, διεξαγωγή;
USER: συναλλαγές, συναλλαγών, πράξεις, των συναλλαγών, οι συναλλαγές
GT
GD
C
H
L
M
O
transcript
/ˈtræn.skrɪpt/ = NOUN: αντίγραφο;
USER: αντίγραφο, πρακτικά, μεταγραφή, μεταγραφής, απομαγνητοφώνηση
GT
GD
C
H
L
M
O
transmit
/trænzˈmɪt/ = VERB: διαβιβάζω, μεταδίδω, μεταβιβάζω;
USER: διαβιβάζουν, διαβιβάζει, μεταδίδουν, μετάδοση, μεταδώσει
GT
GD
C
H
L
M
O
twenty
/ˈtwen.ti/ = USER: twenty-, twenty;
USER: είκοσι, εικοστή, από είκοσι, εικοστό
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
uh
/ɜː/ = USER: εεε, uh, εε, εμ, χμ
GT
GD
C
H
L
M
O
units
/ˈjuː.nɪt/ = NOUN: μονάδα, μονάς;
USER: μονάδες, μονάδων, οι μονάδες, τις μονάδες, μονάδες που
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
upload
/ʌpˈləʊd/ = USER: μεταφόρτωση, ανεβάστε, ανεβάσετε, φορτώσετε, αποστολή
GT
GD
C
H
L
M
O
uploaded
/ʌpˈləʊd/ = USER: Ανέβηκαν, μεταφόρτωση, φορτώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
use
/juːz/ = NOUN: χρήση, χρησιμότητα, συνήθεια, μεταχείριση, χρησιμότης;
VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρήση, χρησιμοποιώ, χρησιμοποιήσετε, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
useful
/ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος;
USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
user
/ˈjuː.zər/ = ADJECTIVE: μεταχειριζόμενος;
USER: χρήστη, χρήστης, χρηστών, το χρήστη, χρήσης
GT
GD
C
H
L
M
O
username
/ˈjuː.zə.neɪm/ = USER: όνομα Χρήστη, το όνομα χρήστη, όνομα, ψευδώνυμο, το ψευδώνυμο
GT
GD
C
H
L
M
O
users
/ˈjuː.zər/ = USER: χρήστες, Οι χρήστες, χρηστών, τους χρήστες, στους χρήστες
GT
GD
C
H
L
M
O
using
/juːz/ = VERB: χρησιμοποιώ, συνηθίζω, κάνω χρήση, μεταχειρίζομαι;
USER: χρησιμοποιώντας, χρήση, τη χρήση, με, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
v
/viː/ = USER: v, κατά, ν
GT
GD
C
H
L
M
O
value
/ˈvæl.juː/ = NOUN: αξία, τιμή, αντίμο;
VERB: εκτιμώ;
USER: αξία, τιμή, αξίας, value, την αξία
GT
GD
C
H
L
M
O
various
/ˈveə.ri.əs/ = ADJECTIVE: διάφορος, ποικίλος, πάντος είδους;
USER: διάφορα, διάφορες, διαφόρων, των διαφόρων, διάφορους
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
via
/ˈvaɪə/ = PREPOSITION: μέσω, διά, διά μέσου;
USER: μέσω, με, μέσω του, μέσω της, μέσω των
GT
GD
C
H
L
M
O
video
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
ADJECTIVE: τηλεοπτικός;
USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας
GT
GD
C
H
L
M
O
view
/vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός;
VERB: βλέπω, θεωρώ;
USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ
GT
GD
C
H
L
M
O
vindication
/ˈvɪn.dɪ.keɪt/ = NOUN: δικαίωση;
USER: δικαίωση, δικαίωσης, δικαίωσή, τη δικαίωση, διεκδίκηση
GT
GD
C
H
L
M
O
visit
/ˈvɪz.ɪt/ = NOUN: επίσκεψη;
VERB: επισκέπτομαι;
USER: επίσκεψη, επισκεφθείτε, επισκεφτείτε, επισκεφθεί, επισκεφθούν, επισκεφθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
voters
/ˈvəʊ.tər/ = NOUN: ψηφοφόρος, ψηφίζων;
USER: ψηφοφόροι, ψηφοφόρους, ψηφοφόρων, οι ψηφοφόροι, εκλογείς
GT
GD
C
H
L
M
O
want
/wɒnt/ = VERB: θέλω, χρειάζομαι, έχω έλλειψη;
NOUN: ανάγκη, έλλειψη, ένδεια;
USER: θέλω, θέλετε, θέλουν, θέλει, θέλουμε, θέλουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
warehouse
/ˈweə.haʊs/ = NOUN: αποθήκη;
VERB: αποθηκεύω;
USER: αποθήκη, αποθήκης, Warehouse, αποθήκες, αποθήκη Google
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
wasn
/ˈwɒz.ənt/ = USER: δεν ήταν, wasn, δεν ήμουν
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
web
/web/ = NOUN: ιστός, μεμβράνη, ύφασμα, υφή;
VERB: περιπλέκω, συνυφαίνω;
USER: ιστός, Web, διαδίκτυο, στο Web, ιστοσελίδων
GT
GD
C
H
L
M
O
website
/ˈweb.saɪt/ = NOUN: δικτυακός τόπος;
USER: δικτυακός τόπος, ιστοσελίδα, ιστοσελίδας, δικτυακό τόπο, website
GT
GD
C
H
L
M
O
welcome
/ˈwel.kəm/ = NOUN: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος δεξίωσις;
VERB: καλωσορίζω, προϋπαντώ, υποδέχομαι;
ADJECTIVE: ευπρόσδεκτος, καλοδεχούμενος;
USER: καλωσόρισμα, ευπρόσδεκτος, καλωσορίζω, ευπρόσδεκτη, ευπρόσδεκτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
whilst
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ;
USER: ενώ, παράλληλα, ταυτόχρονα, μολονότι
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
whole
/həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο;
ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος;
USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
work
/wɜːk/ = NOUN: εργασία, έργο, δουλειά;
VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργασία, δουλειά, έργο, εργάζονται, εργαστούν, εργαστούν
GT
GD
C
H
L
M
O
works
/wɜːk/ = NOUN: εργοστάσιο;
USER: έργα, λειτουργεί, εργάζεται, δουλεύει, εργοστασίου, εργοστασίου
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
yeah
/jeə/ = USER: ναι, yeah
GT
GD
C
H
L
M
O
yet
/jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις;
USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
410 words